Τις προάλλες έλαβα από ένα καλό φίλο, με έντονη ευαισθησία στα τρέχοντα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, το ακόλουθο email.
Πρόκειται για μια ιστορία που, όσο και αν φαίνεται υπερβολική, συμπεριλαμβάνει όλα εκείνα που περισσότερο ή λιγότερο συνετέλεσαν στο να φτάσουμε εκεί που φτάσαμε σήμερα.
Μάλιστα, ο Σπύρος είναι υπαρκτό πρόσωπο αλλά η ύπαρξή του δεν έχει καμία σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι όσα κατέφερε αυτός τα κατάφεραν και πολλοί άλλοι αλλοιώνοντας τον κοινωνικό ιστό και το περί δικαίου και ισονομίας αίσθημα ενός ολόκληρου λαού.
Άρα η κρίση που μαστίζει τη χώρα δεν ήλθε ξαφνικά ούτε είναι έργο της “Τρόϊκας” όπως συνηθίσαμε να λέμε...
Η κρίση που ήλθε για να μείνει θα διαρκέσει τόσο όσο εμείς δεν παύουμε να λειτουργούμε καθ’ εικόνα και ομοίωση του Μπάρμπα Σπύρου του Ελληναρά...
«Στα μέσα του 1970, με την μεταπολίτευση, είδα τον Σπύρο να σουλατσάρει από καφενείο σε καφενείο με δυο τρεις εφημερίδες στη μασχάλη. Όλες στο πρωτοσέλιδο είχαν τη φωτογραφία του “εθνάρχη” με τα πυκνά και άτσαλα φρύδια. Κοτλέ καμπάνα παντελόνι, πουκαμισάκι ξεκούμπωτο με την τρίχα βιτρίνα μαζί με τον παχύ σταυρό απ’ τα βαπτίσια του.
Έλεγε ιστορίες στους θαμώνες για την εξορία που τον έστειλε η χούντα. “Αυτοεξορισμένος” κι αυτός στη Σουηδία. Δεν ήταν κι άσχημα τελικά. Έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία για τα κοροΐδα τους Σουηδούς που του αγοράσανε αμάξι επειδή είχε κάνει δήλωση πως το δικό του κάηκε… Κρατική ασφάλεια και κοινωνικό κράτος εκεί. Ένα πλαστό χαρτί απώλειας και να σου ο Σπύρος με το καινούριο Volvo.
Mε το Volvo ήρθε στην Ελλάδα το 1976 με την ιδιότητα του αντιστασιακού, αυτοεξόριστου και κατατρεγμένου αντιφρονούντα, κι αμέσως έπιασε δουλειά. Ένας κολλητός του δούλευε στη νομαρχία, στο τμήμα πολεοδομίας. Κάτι μαγειρέψανε με ένα οικόπεδο, κάτι άδειες πλαστογραφήσανε και με μια αντιπαροχή βρέθηκε με τρία διαμερίσματα στην κατοχή του. Τα νοίκιασε σε φοιτητές της σχολής που άνοιξε στην πόλη του και κάθονταν. Τώρα είχε χρόνο να σώσει τους συμπολίτες του από την κατάρα της αντιπαροχής που τσιμέντωνε με γοργούς ρυθμούς τα πάντα.
Στις αρχές του 1980, το σχέδιο των κυβερνώντων πήγαινε καλά. Μαζέψανε όλο τον πληθυσμό στις πόλεις, τον ένα πάνω στον άλλο. Φθηνά εργατικά χέρια ήταν. Το Σπύρο τον συνάντησα τότε τυχαία στην Αθήνα. Δεν κρατούσε πια “δεξιές” εφημερίδες αλλά κάτι αφίσες με τον πράσινο ήλιο. Μόλις είχε κερδίσει τις εκλογές ο Πρωθυπουργός με το ζιβάγκο και η χώρα έμπαινε στη νέα εποχή. Ο Σπύρος ήταν πια πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου στα Πατήσια, αλλά και παράγοντας σε ποδοσφαιρική ομάδα. Έδωσε το Volvo και πήρε μια 318, Μπεμβέ με χαμηλωμένα καθίσματα από δερματίνη. Τα λεφτά έρχονταν μόνα τους από τότε που οργανώθηκε στο κίνημα.
Τον χώσανε οι κολλητοί σε κάτι επιτροπές, και ρούφαγε το μερίδιό του από τα πακέτα που έρχονταν από την Ευρώπη. Ο Ανδρέας, δεν γούσταρε την Ευρώπη, αν και τα πήγαινε μια χαρά με τους Ευρωπαίους εταίρους. Το σύνθημα “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο” ήταν καλή ατάκα για τα αντανακλαστικά του λαού, αλλά μέχρις εκεί. Ο Ανδρέας ήταν όσο Ευρωπαίος ήταν κι ο Κωνσταντίνος. Όσο ο λαός στην Ελλάδα είχε χούντα, αυτοί και οι κουστωδία τους ήταν ‘εξορία’... όχι, όχι Μακρόνησο..., πιο δύσκολη, στην ξενιτιά. Παρίσια, Στοκχόλμες, Τορόντα, Μανχάταν. Οπου υπήρχαν Αμερικάνικες και Αγγλικές πρεσβείες, ακριβώς δίπλα κάνανε τα σπίτια τους.
Ο Ανδρέας λοιπόν, έφερε λεφτά από την Ευρώπη με το σύνθημα “αλλαγή”, Πακέτα Ντελόρ, λεφτά, πολλά λεφτά. Από αυτά τα λεφτά ο Σπύρος ζούσε καλά. Συνδικαλίζονταν στα πράσινα στέκια μαζεύοντας ψήφους για το κόμμα. Με το πακέτο Μάλμπορο να εξέχει από την κωλοτσέπη, τα κλειδιά της “μπέμπας” σε ρόλο κομπολογιού και το μαλλί μπούκλα μπριγιαντομένο, έτρεχε από σύναξη σε σύναξη, πρασινίζοντας τον τόπο. Τα βράδια συνήθως άφηνε στο σπίτι την κυρά, και πήγαινε να “σηκώσει” το κοινωνικό του προφίλ με κολλητούς από κάτι υπουργεία.
Παραλιακή, σκυλάδικο, πρώτο τραπέζι πίστα, άσπρη κάλτσα, μαύρο λουστρίνι εισαγωγής. Λεφτά, Χριστοδουλόπουλος, ουίσκι και σαμπάνια μαζί, πιάτα και γαρύφαλλα, γκόμενες να κωλοτρίβονται στις λαχουρέ γραβάτες, τσιφτετέλια στην πίστα με το χέρι στον αέρα να μοστράρει το μακρύ νύχι του μικρού δακτύλου με το δαχτυλίδι - παχύς χρυσός με μια τεράστια πράσινη πέτρα. Ξημερώματα για πατσά στη Συγγρού, δίπλα στις πόρνες.
Αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο γιος του Σπύρου μεγάλωσε και ήταν πια στο Λύκειο. Από το Γυμνάσιο όμως ήταν “ενεργός” πολίτης. Πρόεδρος του 15μελούς που “κατέβαινε” στις σχολικές εκλογές με το κόμμα. Το κόμμα ήταν παντού. Όχι στα νηπιαγωγεία ακόμα, αλλά από το γυμνάσιο μπορούσες να διαλέξεις το κοπάδι σου. Ο γιος ήταν άξιο τέκνο του Σπύρου. Είχε μάθει τα κόλπα, πως να βγάζει λεφτά από τις μίζες στις εκδρομές στήνοντας την κατάσταση ανάμεσα στους λεοφωριτζήδες και τους καθηγητές. Όλοι κάτι βάζανε στις τσέπες τους κι όλοι ήταν μια χαρά.
Ο γιος είχε εξαντλήσει το όριο των απουσιών αλλά κανένα πρόβλημα. Όλα, με λίγο λάδωμα από τον μπαμπά, κυλάγανε ήρεμα. Άλλωστε, ο διευθυντής του σχολείου είχε βλέψεις για προϊστάμενος δευτεροβάθμιας και χρειαζόταν πλάτες στο κόμμα.
Ο Σπύρος είχε καημό, ο γιος του να πάει στο Κολέγιο Αθηνών αλλά δεν του έκατσε. Ήταν σημαντικό να είσαι συμμαθητής με τον γόνο του εφοπλιστή, του εκδότη και του μεγαλέμπορου... Αργότερα, με ποιους θα γίνονταν οι μπίζνες; Mε αγνώστους; Με τους συμμαθητές του φυσικά! Αλλά κι έτσι όλα τακτοποιήθηκαν.
Στις αρχές του 1990 ο γιος του Σπύρου, πήγε δυο χρόνια διακοπές... στην Αμερική και γύρισε με πτυχίο Μάρκετινγκ. Έμαθε απ’ έξω όλα τα καφέ του Γέηλ και τις μαζορέτες των αδελφάτων, αλλά τα αγγλικούλια του ήταν επιπέδου Ελεμένταρι, ίδια με αυτά του Καραμανλή του νεωτέρου που κι αυτός στο Αμέρικα έφαγε τα νιάτα του σπουδάζοντας... Πρωθυπουργός!
Γύρισε στην Ελλάδα λοιπόν, “πτυχιούχος”, κι άνοιξε, με κάτι μαγειρεμένες επιδοτήσεις, διαφημιστική εταιρία. Για ξήγα του μπαμπά επρόκειτο. Το μαγαζί πήγε καλά από την αρχή καθώς έπαιρνε αβέρτα δημόσια έργα. Τουριστική προβολή Νομού τάδε 150.000 Ευρώ, οργάνωση εκθέσεως Υπουργείου. Τουρισμού 900.000 Ευρώ, έντυπα Περιφέρειας 1.200.000 Ευρώ, κονκάρδες για το Δήμο 500.000 Ευρώ... και πάει λέγοντας.
Πουλούσε και υπηρεσίες “Μίντια” στα κανάλια που γέμισαν τον τόπο..., ελεύθερη τηλεόραση γαρ. Είχε κάνει κολλητούς μερικούς Νομάρχες και Δημάρχους και έπαιρνε τη δουλειά πάντα με “διαγωνισμό”… διαφανέστατα. Ήξερε καλά πως αν δεν χώσεις μαύρα, δεν θα πάρεις τη δουλειά. Έτσι, ένας δούλευε, δέκα πληρώνονταν. Ένας έσκαβε (κι αυτός με επιδοτήσεις για stage) και δέκα κονομάγανε. Η πιο κερδοφόρα δουλειά στην Ελλάδα αποδείχτηκε ότι ήταν ο αέρας.
Χρυσοπληρωμένους και “πετυχημένους” αεριτζήδες έβλεπες παντού. Έτσι κι ο γιος του Σπύρου. Άλλαξε το φοιτητικό κόκκινο Toyota Celica με το αεροδυναμικό μπουρί από πίσω και πήρε μια Cayenne μαύρη, την τούρμπο με τα φιμέ τζάμια. Ήθελε να δημιουργεί εντυπώσεις ενώ ένας κολλητός στο συγκοινωνιών του φρόντισε τον αριθμό κυκλοφορίας. Δεν ήθελε όμως να φαίνεται στην εφορία, και για αυτό το Cayenne το “έβαλε” στην off shore που είχε ήδη ιδρύσει στην Κύπρο. Εταιρικό το αμάξι, όπως και η γκαρσονιέρα που αγόρασε για τις περιπετειώδεις νύχτες στο Κολωνάκι, κοντά στου Σημίτη, για να τον χαιρετάνε και οι μπάτσοι της φρουράς.
Στις γκόμενες που ξεμονάχιαζε εκεί, έλεγε πως ήταν σύμβουλος του ΥΠ.ΠΟ, έτσι για φιγούρα. Ψέματα βέβαια, διότι δεν ήταν σύμβουλος, απλά πελάτες τους είχε από τα κονέ του μπαμπά. Ο μπάρμπα Σπύρος ήταν περήφανος για το βλαστάρι του. Είχε βγει στη σύνταξη από τα πενήντα του “δουλεύοντας” το ΤΕΒΕ με πλαστά παραστατικά εργασίας από τη Σουηδία, αλλά έβγαζε χοντρά φράγκα από τότε που το κόμμα τον έβαλε σύμβουλο σε κρατικό κανάλι. Πολλά λεφτά! Και ούτε πατούσε ποτέ το πόδι του εκεί. Από τη Μύκονο έδινε τηλεφωνικώς τις πολύτιμες συμβουλές του μέσα από την πισίνα ή το τζακούζι που έφερε απ´ τη Σουηδία για να του θυμίζει την ξενιτιά.
Έφερε και μια σάουνα αλλά την πήγε στο άλλο του εξοχικό, στην Αράχοβα. Από τη Μύκονο ερχόταν στην Αθήνα μόνο για τα συμβούλια με Υπουργούς, για να ζεσταθεί το κονέ. Έτσι κι αλλιώς με το σκάφος μια ώρα και κάτι... ήταν η Γλυφάδα από τη Μύκονο ενώ έτρωγε και καμιά αστακομακαρονάδα στο διάμεσο για να διαπιστεύει το status του. Και μέσα σε όλα δεν ξέχασε τα σκυλάδικα. Λίγο άλλαξαν οι συνήθειές του από τα σπάταλα και ηρωικά 80ς. Άλλωστε το κόλπο του χρηματιστηρίου του άφησε πολαααααά κέρδη.
Συνέχιζε να είναι μέσα σε κομπίνες που φούσκωναν τις ανύπαρκτες ουσιαστικά από πλευράς δραστηριότητας εταιρίες πιο γρήγορα κι από την φαρίνα Γιώτης. Όταν όμως δόθηκε το σύνθημα, τα φράγκα μεταφέρθηκαν στην Ελβετία, τσουβαλάτα και έμειναν εκεί για τα γεράματα. Ο μπάρμπα Σπύρος έμαθε πως ο καλύτερος φίλος του, δίπλα στο πατρικό του, που δεν είχε προνοήσει το ίδιο και ξέμεινε με τις υποσχέσεις του Σημίτη ότι το χρηματιστήριο θα τον κάνει πλούσιο και εκσυγχρονισμένο, τα έχασε όλα και αυτοκτόνησε από την απόγνωση. Του έστειλε στεφάνι αλλά δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία, διότι ήταν σε επιτροπή.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, πατέρας και γιος μπήκαν στο μεγαλύτερο φαγοπότι όλων των εποχών. Αρμέγανε από παντού, ήταν πια κολλητοί με τους πάντες και διαχειρίζονταν μίζες και λάδια. Σι Φορ Άι, Αντίρριο, Ολυμπιακά Έργα και κατασκευές... ότι μπορεί ή δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Η Ολυμπιακή φλόγα έφερνε πολύ χρήμα. Ο Σπύρος είχε ακόμα και την δική του δάδα για την μεταφορά της φλόγας για 50 ολόκληρα μέτρα... αλλά οι φωτογραφίες βγήκαν “καμένες” επειδή γυάλισε στον ήλιο το ολόχρυσο ρόλεξ και το δαχτυλίδι με την τεράστια πράσινη πέτρα στο μικρό δάχτυλο με το μακρύ νύχι.
Κάπου εκεί έχασα τα ίχνη του μπάρμπα Σπύρου και του γιου του. Είχα κι εγώ τα δικά μου προβλήματα επιβίωσης. Έμαθα πως αγόρασαν σπίτια στο Σαν Φραντζίσκο και στο Λονδίνο για τις δύσκολες ώρες. Μάλλον είχαν έγκαιρα την πληροφορία πως η Ελλάδα θα γίνει επικίνδυνος τόπος για την κάστα τους και έφυγαν νωρίς. Όπως οι καλοί κλέφτες, μια καλή μπάζα κι εξαφανιζόλ.
Οι κολλητοί τους όμως είναι ακόμα εδώ, άπληστοι, αδίστακτοι και ψεύτες απέναντι σε εκατομμύρια φτωχών πια Ελλήνων. Στις αρχές του 2010 ο τελευταίος της δυναστείας Παπανδρέου αποφάσισε να ποντάρει σε λάθος άλογο, και να κερδίσει τις εκλογές πέφτοντας στην παγίδα που του έστησε ο Ελληνικός λαός. Σπύρος και γιος ΑΕ ίσως να τη γλιτώσουνε. Ίσως να αποφύγουν αυτό που δεν απέφυγαν οι Λουδοβίκοι του παρελθόντος.
Στην Ελλάδα όμως, αν και το 95% κοιμάται ακόμα ήσυχο, νανουρισμένο από τη μέθη της ευμάρειας που μόλις τελείωσε..., αφού φρόντισαν γιαυτό οι πληρωμένοι τελάληδες της δημοσιογραφίας..., παραμένει ένα 5% που αγωνιά διότι αισθάνεται ότι αποτελεί γνήσιο τέκνο του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή και του Αλέξανδρου. Το λιγοστό αυτό 5% έχει επίγνωση του που παει η πατρίδα με την συστηματική άρνηση των πολλών, που αφού γλέντησαν μέσα σε μια εικονική ευμάρεια, να δείξουν και το παραμικρό ίχνος αιδού ή μεταμέλειας και να αποδεχτούν τα μέτρα που με αγωνία πασχίζει να εφαρμόσει ο μοιραίος της δυναστείας των Παπανδρέου"
Καλή σου τύχη μπάρμπα Σπύρο. Χαιρετίσματα στο γιο και στην κυρά...»
Εμείς, οι λίγοι, θα παλέψουμε και, αν η μοίρα μας είναι ίδια με του Πρωθυπουργού, θα πέσουμε όπως τότε στην Πόλη... Άλλωστε μερικές χιλιάδες ήταν στα τείχη της βασιλεύουσας... Οι πολλοί, οι δεκάδες χιλιάδες έκαναν λιτανείες ή περιδιάβαιναν προβάλλοντας τα επιχειρήματα για το μεγαλείο της Τουρκιάς. Ο μέγας Σουλτάνος, ο Μωάμεθ ο Β’ ο πολιορκητής ήταν φίλος... Ε αφού έχρισε Πατριάρχη των υπόδουλων τον Γεννάδιο Σχολάριο τι θα ήταν, εχθρός;
Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...
Χαιρετίσματα στο Σπύρο τον Ελληναρά, όπου και αν είναι...
Αναρτήθηκε από Παναγιώτης Μπαζιωτόπουλος στις Thursday, June 10, 2010
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment