Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...

H «διακριτική» Ελληνική Μαφία...

Πριν απο δυόμισι χρόνια, σε ανύποπτο θα έλεγε ο σημερινός παρατηρητής χρόνο για τα σημερινά γεγονότα των Ζωνιανών, η επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας, στο Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, κυρία Σοφία Βιδάλη είχε φανεί προφητική στην ανάλυσή της για τα αίτια και την μορφή των οργανώσεων εγκλήματος σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.

Με εξαιρετικά απλό και σαφή λόγο, η κυρία Βιδάλη εκφράζει τα αίτια που οδήγησαν στην μη εμφανή έκφραση του εγκλήματος, σε αντίθεση με χώρες όπως οι Ηνωμένες πολιτείες όπου το οργανωμένο έγκλημα έγινε διακριτό εξ αρχής διευκολύνοντας την διάκριση των ρόλων και τις μεθόδους καταστολής του.

Είναι τόσο ενδιαφέρουσα η ανάλυση της κυρίας Βιδάλη που δεν χρειάζεται ερμηνείας... Απολαύστε την συλλογιστική της.

Γιατί στη χώρα μας δεν έχουμε εμφανή παραδείγματα «εθνικών» οργανώσεων εγκλήματος. Οι σχέσεις με το κράτος και η οικονομική εξουσία των παράλληλων κέντρων.

Ένα από τα σχόλια που με είχαν εντυπωσιάσει, χρόνια πριν, όταν διάβαζα το βιβλίο του G. Falcone: «Cose di Cosa Nostra», ήταν ότι η λέξη mafia απουσίαζε από το καθημερινό και επίσημο λεξιλόγιο των κατοίκων της Σικελίας. Αυτή η στάση του πληθυσμού είναι τυπικό χαρακτηριστικό της ανοχής και συναίνεσης σε εγκληματικές οργανώσεις, οι οποίες λειτουργούν όχι απλά ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στον πληθυσμό και το κράτος, αλλά ως συνομιλητές. Πρόκειται για εγκληματικές οργανώσεις - και εδώ οι μαφιόζικες οργανώσεις είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα - που έχουν σχέσεις «πελατείας» με την κοινωνία σε τέτοιο βαθμό αναπτυγμένες, ώστε να αποτελούν αυτονόητο μέρος της καθημερινότητας για ένα μέρος του πληθυσμού.

Κοινοπραξίες του εγκλήματος

H ανάπτυξη τέτοιων οργανώσεων είναι συνήθως συνάρτηση των ιστορικο-πολιτικών και οικονομικών συνθηκών ανάπτυξης μιας περιοχής, που δεν είναι εδώ ο χώρος για να αναλυθούν. Αυτό που έχει σημασία είναι να υπογραμμισθεί ότι η ύπαρξη τέτοιων ή παρόμοιων εγκληματικών οργανώσεων με βαθιές πολιτισμικές και κοινωνικές ρίζες σε διάφορες περιοχές κυρίως της Μεσογείου και των Βαλκανίων, που η ιστορία του καπιταλιστικού κράτους-έθνους δεν ήταν τόσο «γραμμική» - συμβάλλει στη δημιουργία συγχύσεων στις παραστάσεις του πληθυσμού και στη δυσκολία διάκρισης ανάμεσα στην οργανωμένη εγκληματική δράση και το πολιτικό πελατειακό ρουσφέτι που δεν είναι προϊόν τέτοιων φαινομένων.

Πρόκειται για πολύ λεπτές διακρίσεις που κρίνονται κατά περίπτωση και που μόνο γενικά κριτήρια μπορούν να τεθούν για τη διάκρισή τους. H σύγχυση αυτή μπορεί να επιτείνεται από το δομικό ατομισμό των ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων και το ιστορικό έλλειμμα κράτους σε μία περιοχή, καθώς η απόσυρση της ανοχής ή συναίνεσης από τέτοιες οργανώσεις δεν αντισταθμίζεται από τη διασφάλιση αναγκών και δικαιωμάτων από το κράτος, ενώ συνοδεύεται από ένα «κράτος φόβου» για τους αποχωρούντες. H omerta έτσι διευρύνεται και περιλαμβάνει όχι την «αλληλεγγύη» και «σιωπή» μεταξύ των μελών των εγκληματικών οργανώσεων, αλλά και όλων εκείνων που γνωρίζουν αλλά δεν μπορούν να αποδείξουν ή που έτσι διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους και, το χειρότερο, εκείνων που θεωρούν ότι το κράτος το ίδιο εμπλέκεται στο κύκλωμα των εγκληματικών οργανώσεων.

Ειδικά στη χώρα μας έχω την εντύπωση ότι υπάρχει μια διάχυτη και ασαφής εντύπωση ότι το οργανωμένο έγκλημα ασχολείται με τη διάπραξη βίαιων εγκλημάτων και τον έλεγχο των παράνομων επιχειρήσεων (π.χ. εμπορία γυναικών, όπλων κ.λπ.). Έτσι παραγνωρίζεται ότι το οργανωμένο έγκλημα δεν είναι τίποτα άλλο από μία παράνομη και παράλληλη με το κράτος εξουσία και οικονομία, που λειτουργεί κατά το πρότυπο των εμπορικών επιχειρήσεων. Από την άποψη αυτή λειτουργεί αποδιοργανωτικά για την επίσημη οικονομία, αλλά και το πολιτικό σύστημα.

Ερευνες σχετικά με το φαινόμενο των οργανωμένων εγκληματικών επιχειρήσεων δείχνουν ότι αυτό που ορίζουμε ως διεθνές οργανωμένο έγκλημα λειτουργεί ως μία πολυεθνική εταιρεία, που σε εθνικό επίπεδο αναθέτει «έργα», δημιουργεί κοινοπραξίες με μικρότερες ή μεγαλύτερες εθνικές οργανώσεις και εγκληματικά κέντρα ή συμφέροντα, και είναι αυτές πια που μεσολαβούν με τον κρατικό μηχανισμό για να διασφαλίσουν την «κοινοπραξία».

Οι εθνικές οργανώσεις δεν έχουν αναγκαστικά οργανική σχέση μεταξύ τους, αλλά συχνά ενώνονται με στόχο μια «επιχείρηση» ελέγχου, π.χ. της οικονομίας, προς το συμφέρον τους και βέβαια για τη διασφάλιση της ασυλίας τους άμεσα, μέσα από τη διείσδυση στο σύστημα αστυνομίας και απονομής Δικαιοσύνης. Εδώ λοιπόν τα συμφέροντα των εθνικών εγκληματικών επιχειρήσεων τέμνονται με εκείνα που σε κάθε περιοχή ορίζονται ως συμφέροντα των elite εξουσίας και τα οποία δεν αφορούν μόνον τα αστικά στρώματα, αλλά διαπερνούν και τα μεσαία και μικρομεσαία στρώματα της κοινωνίας: σε τέτοιες περιπτώσεις το έγκλημα λύνει προβλήματα πια, που είναι προϊόντα του ελλείμματος του εθνικού κράτους δικαίου και της ανισοκατανομής του πλούτου.

Τα προβλήματα αυτά προσλαμβάνονται από τους εμπλεκόμενους ως «σχετική αποστέρηση» από τη δυνατότητα πρόσβασης στην εξουσία και την οικονομία όχι πια των φτωχών, αλλά εκείνων των στρωμάτων στα οποία η αστική δημοκρατία δημιουργεί προσδοκίες. Για το λόγο αυτό, οι εγκληματικές δραστηριότητες που περιγράφω δεν αντιστοιχούν στον παραδοσιακό εγκληματικό και βίαιο υπόκοσμο, αλλά διαπλέκονται με αυτό που ονομάζουμε εγκλήματα του λευκού και μπλε περιλαίμιου (white and blue collar crimes).

Το κινεζικό ντόμινο

H δομή και λειτουργία του κρατικού φαινομένου και του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και στην Ιταλία αλλά και αλλού, και παρά τις ιδιαιτερότητες κάθε «εθνικής» περίπτωσης, έχει επιτρέψει, όπως φαίνεται, την ανάπτυξη τέτοιων κέντρων εγκληματικών επιχειρήσεων με τη μορφή πολυ-λειτουργικών επιμέρους οργανώσεων που αναπτύσσονται μυστικά - στη σκιά δηλαδή της επίσημης οικονομίας και του πολιτικο-οικονομικού συστήματος. Οι οργανώσεις αυτές λειτουργούν πρώτα για δικό τους λογαριασμό, ενώ εξασφαλίζουν την ανάπτυξη και την απρόσκοπτη λειτουργία τους εξυπηρετώντας - πάντοτε όπως φαίνεται με το αζημίωτο - συμφέροντα άλλων, που είναι παράνομα ή στα όρια της παρανομίας και έτσι αυτοαναπαράγονται.

Από τη στιγμή που υπάρχουν δυνατότητες ανάπτυξης τέτοιων - ακόμα και κατακερματισμένων - πολυεξουσιαστικών κέντρων, δημιουργούνται δίκτυα προστασίας παράνομων επιχειρήσεων σε ένα πλαίσιο, όχι πια πελατειακής παραδοσιακής σχέσης (που στηριζόταν σε συγγενικούς δεσμούς), αλλά σε ένα πλαίσιο «μηχανικής αλληλεγγύης», όπως την ονομάζει ο Durkheim, η οποία αναπτύσσεται ως διαπλοκή συμφερόντων που λειτουργεί ως κινέζικο ντόμινο. Αν πέσει το ένα «στήριγμα» συμπαρασύρει μία σειρά από στηρίγματα. Σημαντικό είναι να υπογραμμιστεί εδώ ότι αυτές οι «εθνικές» οργανώσεις δεν συνιστούν αποκλειστικά οικονομικές «εταιρείες», αλλά πολυσυλλεκτικές ως προς τους σκοπούς τους (αυτό ισχύει για όλα τα δυτικά κράτη σύμφωνα με την L. Paoli). Για το λόγο αυτό είναι και δύσκολο να εντοπισθούν.

Οι σκιώδεις οργανώσεις και η εμπλοκή τους με το κράτος.

Στην Ελλάδα - περιέργως - δεν έχουμε εμφανή παραδείγματα «εθνικών» οργανώσεων για πολύ συγκεκριμένους λόγους επειδή:

· η ιστορία τέτοιων οργανώσεων ή συμφερόντων χάνεται μέσα στις ιδιαιτερότητες, τις αποκλίσεις και νοθεύσεις της ιστορίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
· ορισμένοι θεσμοί-θεματοφύλακες, της δημοκρατίας, του κράτους και της πολιτισμικής κυρίως συνοχής της ελληνικής κοινωνίας, εξαιρέθηκαν από τον περιορισμένο έστω εκδημοκρατισμό των θεσμών (που δεν σημαίνει απλά αφοσίωση στο πολίτευμα), που ακολούθησε τη Μεταπολίτευση. Ετσι οι θεσμοί αυτοί τέθηκαν εκτός κοινωνίας (δηλαδή εκτός των άλλων στο απυρόβλητο), αποκτώντας «υπερβατικές» ιδιότητες στις παραστάσεις του κοινού.
· η απαξία, που εκφράζεται κατά καιρούς για τα κόμματα και την πολιτική, λειτούργησε αντισταθμιστικά υπέρ της αύξησης της εμπιστοσύνης για τους θεσμούς αυτούς και κατέστησε το πελατειακό φαινόμενο ως «αθώα» εξυπηρέτηση.
· εξαιτίας της κρατούσας αντίληψης ότι πρόκειται για φαινόμενα σήψης, για τα οποία ευθύνονται ορισμένα πρόσωπα μέσα στους θεσμούς, το ενδιαφέρον δεν εστιάστηκε στις δομικές δυσλειτουργίες αυτών των θεσμών.

Αν όλα όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας τον τελευταίο καιρό είναι αλήθεια, έστω κατά ένα μέρος, τότε πολύ φοβάμαι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα τέτοιων επιχειρήσεων που περιέγραψα παραπάνω. H προσωποποίηση των αποκλίσεων από την έννομη τάξη υποβαθμίζει σε ατομικές παθολογίες φαινόμενα που ενδεχομένως διακλαδώνονται με οργανωμένες εγκληματικές επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, δημιουργεί εντυπώσεις, ότι αν τα άτομα λείψουν θα επαναφερθεί η τάξη. Μόνο που αν τα άτομα λείψουν, θα βρεθούν άλλα: οι εγκληματικές οργανώσεις ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά από το κράτος σε ευρηματικότητα και «παροχές».

Το ερώτημα είναι αν οι υποθέσεις που βλέπουν σήμερα το φως της δημοσιότητας σε κάποιο σημείο τέμνονται μεταξύ τους αλλά και με αφανείς τέτοιες επιχειρήσεις, ως προς τα συμφέροντα που εξυπηρετούν και ως προς τους ηθικούς αυτουργούς. Γιατί κάποιος κερδίζει από όλη αυτή την υπόθεση. Αν δεχθούμε ότι βρισκόμαστε σε μία μεταβατική περίοδο αλλαγής των κέντρων της εγκληματικής οικονομίας και εξουσίας, που σπάει το κινέζικο ντόμινο, θα πρέπει να δούμε την κατάσταση αυτή ως ευκαιρία για τη διασφάλιση των οικονομικών και τελικά κοινωνικών και πολιτικών μας δικαιωμάτων - διότι αυτά πλήττονται στην ουσία. H διασφάλιση αυτή μόνον με έναν τρόπο μπορεί να γίνει: με τη διάλυση και διάρρηξη της εξουσιαστικής ικανότητας των παράλληλων με τις επίσημες σκιωδών δομών - την αποστέρηση δηλαδή της οικονομικής και διαμεσολαβητικής τους ικανότητας.

Εδώ λοιπόν έρχεται στο προσκήνιο όχι μόνον ο χωρισμός Εκκλησίας - Κράτους και η ενίσχυση του ρυθμιστικού και κανονιστικού πλαισίου του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, αλλά ο εκδημοκρατισμός τους, μέσα από τη συμμετοχή και του λαϊκού στοιχείου σε κρίσιμα όργανα των θεσμών αυτών. Από ό,τι θυμάμαι όμως, τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία για ορισμένες περιπτώσεις κυρίως οργανωμένου εγκλήματος - σύμφωνα με τον περίφημο τρομονόμο. H επόμενη δίκαιη δίκη, χωρίς να κυνηγήσει μάγισσες, θα πρέπει μήπως να «επανιδρύσει» κυρίως τη Δικαιοσύνη;