Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...

Ο Θησαυρός του Γιαπωνέζου και η ευκαιρία που χάθηκε...

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ στις 19 Ιουνίου 2009)

Πολλοί θα θυμούνται την κορυφαία φράση της αλήστου μνήμης Μαλβίνας Κάραλη που σε τέσσερις λέξεις συνόψιζε τα αίτια των χαμένων ευκαιριών του λαού μας...

Όποτε πέφτουμε στα δύσκολα θυμόμαστε την Μαλβίνα διότι πως να ξεχάσουμε τον φταίχτη, την ατυχία μας δηλαδή. Η ατυχία μας φταίει για όλα, για το οτι οι ξένοι δεν μας καταλαβαίνουν, για το οτι η οικονομική ένδεια έρχεται σε στιγμές που δεν την περιμένουμε, ακόμα και για το οτι ο Γιαπωνέζος ξεκίνησε από λάθος χώρα με τις βαλίτσες του τίγκα στα Ομόλογα του Αμερικανικού Δημόσιου και στα περίφημα Ομόλογα Κένεντι, αξίας 96 δισεκατομμυρίων Ευρώ.

Το ποσό είναι ασύλληπτο, μεγαλύτερο απο το ένα τρίτο του δημόσιου χρέους της χώρας και βάσει των διεθνών συνθηκών περί ξεπλύματος του βρώμικου χρήματος, το πρόστιμο που θα μας αναλογούσε ως κρατικό έσοδο θα ήταν περίπου 38 δις. Ευρώ (περισσότερο απο ενάμιση ΕΣΠΑ). Έτσι, με μια σύλληψη, χωρίς κόπο, χωρίς γραφειοκρατία χάριν της τύχης που θα μας χτυπούσε την πόρτα..., θα βγάζαμε γλώσσα όχι μόνο στους λοιπούς Ευρωπαίους αλλά και στις πλουσιότερες χώρες της γής αφού αυτές είναι οι περισσότερο χρεωμένες με την ανατριχιαστική πρόβλεψη ότι το 78% του ΑΕΠ του 2007 θα γιγαντωθεί στο 114% του ΑΕΠ το 2014. Οι κυβερνήσεις δηλαδή των 10 πλουσιότερων χωρών του κόσμου θα χρωστάνε το 2014, 50.000 δολάρια για καθέναν από τους πολίτες τους.

Για σκεφτείτε ποιά και πόσα δημόσια έργα θα χρηματοδοτοτούσε μέχρι το 2014 το υπουργείο ανάπτυξης αφού τα εντυπωσιακά 3.34 δις. Ευρω που διέθεσε ο Σουφλιάς (βλέπε Τσακανίκας και Βασιλειάδης -- ΙΟΒΕ) σε χρόνο ομολογουμένως ρεκόρ για να αντιστρέψει το δυσμενές οικονομικό κλίμα απο την ιδιωτική επενδυτική άπνοια, δεν θα ήταν παρά ένα φτωχικό 10% των ξανοιγόμενων δυνατοτήτων...

Όμως είμαστε άτυχοι και αν είχα να διαλέξω σε ποιόν θα έδινα το βραβείο για την προβλεψιμότητα των μακροοικονομικών μεγεθών θα το αφιέρωνα στην Μνήμα της Μαλβίνας παρά στην υπερφίαλη παραδοξότητα του κυρίου Ρουμπίνι που μας τα έλεγε, λέει απο το 2006 αλλά ο ίδιος δεν τα εφάρμοζε στις προσωπικές του επενδύσεις, προσπαθώντας τώρα να ρεφάρει απο την δική του κακοδαιμονία με το να κινείται σε κασέ 100.000 - 200.000 Ευρω για κάθε του διάλεξη.

Ασφαλώς, στο πρόσφατο συνέδριο των Οικονομικών Διευθυντών που κάθε χρόνο οργανώνει η KPMG, δεν παρέλειψε να πει και το σοφότατο οτι δεν έχουμε άλλη επιλογή απο το δημοσιονομικό σιγύρισμα...

Τα άλλα, τα δημοσιονομικά τεχνάσματα των ελεύθερων σκοπευτών εκτός της ευρωζώνης δεν σας ανήκουν πλέον είπε. Ξέχασε βέβαια να θυμίσει οτι όταν δεν έχεις την δυνατότητα να αυξήσεις με υποτίμηση τον πληθωρισμό μειώνεις τους μισθούς... αλλά δεν ήθελε φαίνεται να αποκτήσει εχθρούς στις τάξεις των Ελλήνων μισθωτών... Ποιός άλλωστε θα πληρώσει για την επόμενη διάλεξή του στη χώρα μας αν χάσει την μέχρι τώρα αδιαπραγμάτευτη δημοφιλία του;

Κτυπημένοι λοιπόν απο την ατυχία του Γιαπωνέζου και την έλλειψη φαντασίας στις προτάσεις Ρουμπίνι, αναρωτήθηκα αν την σοφή λύση θα έδινε ο συντηρητικότερος πρώην οικονομικός σύμβουλος του Ρέιγκαν και πρόσφατα του Ομπάμα, Δρ Μάρτιν Φελστάιν. Και αυτός όμως ξεκίνησε απο το δημοσιοοικονομικό σιγύρισμα...

Βρε τι πάθαμε, σκέφτηκα, σε χρυσωμένους οικονομικούς συμβούλους ανατρέξαμε και σε νοικοκυρές καταλήξαμε... Δηλαδή αν διαθέταμε όλοι από ένα πτυχιάκι οικοκυρικών, θα είχαμε λύσει το οικονομικο πρόβλημα της χώρας και μάλιστα επάξια και σύμφωνα με ότι ποιο ευφυές έχει να προτείνει σήμερα η Οικονομική επιστήμη;

Άρα σκέφτηκα, όταν δεν μας κάθεται η τύχη πιάνουμε τα οικιακά και όπως οι νοικοκυρές της μεταπολεμικής περιόδου συμπληρώνουμε με σύνεση τις αράδες στο μπλοκάκι των αγορών.

Παει το τελευταίο μοντέλο εκείνης της Αλφα Ρομέο αλλά και εκείνη η χρυσοπράσινη τσαντούλα στην βιτρίνα των Luis Vuitton που τόσο καιρό λιμπιζόμαστε...

Οι τύχες τους τώρα είναι ξεκάθαρα, έξω απο τη λίστα μας...

Λέτε να σώσουμε έτσι την κατάσταση; Λέτε να σφίξουμε το ζωνάρι και μόλις ακουστεί εκείνος ο αποκρουστικός ήχος, όταν κτυπάς κόκαλο, να πούμε εδώ είμαστε, κουραστήκαμε αλλά φτάσαμε.

Θα ήταν απλό αλλά δυστυχώς τα ζωνάρια είναι κάπως ντεμοντέ στην εποχή μας και τα σφιξίματα δεν τα συνιστά η σύγχρονη ψυχιατρική που έγινε τελικά μέρος της καθημερινότητάς και στον τόπο μας... Ας όψεται ο Υάλομ για αυτή τη δημοφιλία.

Επιπλέον, δεν είναι μόνο η κακή διάθεση που δημιουργεί η απότομη συνειδητοποίηση της επικείμενης φτώχιας αλλά και όλες εκείνες οι παράπλευρες απώλειες μιας πεσμένης ψυχολογίας.

Να τα φάρμακα, να τα ηρεμιστικά, να οι αυξημένες επισκέψεις στον ψυχίατρο, θα ξεκινήσουμε να πάμε για καλό και να μας βγει σε κακό... σε πολυ κακό μάλιστα...

Συχνά, τέτοιες στιγμές θυμάμαι τα αμίμητα διδάγματα του Καζαντζάκη μέσα απο τις εμπειρίες ζωής ενός γνήσιου υποτίθεται Κρητικού όπως ο Ζορμπάς.

«Νάσαι καλά αφεντικό και αν δεν τα πήγαμε καλά με το ορυχείο δεν πειράζει, θα χορέψουμε και θα δεις πόσο όμορφα βλέπεις τη ζωή μέσα απο τον χορό...»

Και χόρευε ο Αλαν Μπεϊτς, στην ομώνυμη ταινία, αφήνοντας πίσω του το συντηρητισμό του Εγγλέζου που, όπως σε κάθε καλή νοικοκυρά, επέβαλε το «μπλοκάκι» γεμάτο με προσθέσεις και αφαιρέσεις.

Δεν πλούτισε απο την αποτυχημένη επένδυσή του στο ορυχείο ο Εγγλέζος αλλά έφυγε για τη χώρα του πλουσιότερος εσωτερικά, έχοντας αντικρίσει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής που αντλεί απο την ανθρώπινη επικοινωνία και σαρκάζει την ψευδεπίγραφη χαρά του καταναλωτισμού.

Ναι αλλα εν τω μεταξύ, πως θα γίνει να κατεβάσουμε ταχύτητα τόσο απότομα, πως θα αλλάξουμε συνήθειες 30 χρόνων, πως θα ξεχάσουμε το όνειρο εκείνης της κατακόκκινης Αλφα Ρομέο, πως θα σιγάσουμε την παρόρμηση για το χρυσωμένο τσαντάκι των Luis Vuitton;

Δύσκολα πράγματα, και ευτυχώς που το κατάλαβε ο Δρ Φελστάϊν αφού τόνισε... «...Μην το παρακάνετε, νοικοκυρευτείτε χωρίς αυξήσεις φόρων που είναι ήδη απο τους υψηλότερους στον κόσμο...» (όσοι διάβασαν το προηγούμενο άρθρο θα είδαν ότι συναγωνιζόμαστε την Γερμανία στους φόρους ενώ ξεπερνάμε κατά πολύ και την Ιαπωνία σε ποσοστό του ΑΕΠ)

Για να είμαι ειλικρινής, πάντα έβλεπα την τεράστια σημασία που έχει μια καλή κινηματογραφική ταινία στον ψυχισμό ενός ξένου που αν δεν καταφέρει να έλθει σαν τουρίστας θα μας σιγοντάρει τουλάχιστον απο μακριά γνωρίζοντας απο που κρατάει η σκούφια των αντιλήψεών μας για την οικονομία. «...Οχι φόροι, επανέλαβε αυστηρά ο Δρ Φελστάϊν και ασφαλώς νοικοκύρεμα..., μη ξεχνώντας να προσθέσει, έχοντας πάρει τα μηνύματα του Ζορμπά, μην κάνετε τίποτα το δραματικό, μείνετε με το έλλειμμα που έχετε και σκεφτείτε νηφάλια ποια θα είναι τα καταλληλότερα μέτρα για το αύριο... Αυτά να επιλέξετε...» χωρίς λεξοτανίλ και χωρίς άγχη συμπληρώνω εγώ και σίγουρα η μέριμνα του Θεού για τους Ελληνες, που δεν είναι παρά μια μπουκιά παρά πάνω στον Μέγα Δείπνο των λαών, θα έλθει αρωγός.

Ισως αυτή η μπουκιά στον Δείπνο των Ευρωπαίων, το 2% του Ελληνικού ΑΕΠ σε αυτό της ευρωζώνης, να καθοδήγησε και τον Πρωθυπουργό Σημίτη στο να μας βάλει στην ΟΝΕ. Ποιος θα αντιδρούσε σε ένα φτωχικό 2%; Kαι στραβά να παει, θα σκεφτόταν, “χάθηκε η φοράδα στο αλώνι…”

Τελικά, αναλογιζόμενος όλα αυτά αναρωτήθηκα για ποιο λόγο κάνουμε τόση φασαρία;

Για ποιο λόγο έχει επικρατήσει τόσος φόβος για την οικονομική μας κακοτυχία, λες και όταν βγαίνουμε απο το καζίνο Λουτρακίου είμαστε δακρύβρεκτοι και με καταμουσκεμένο το Καλαματιανό μας μαντίλι.

Όσο και αν παίδευα τις σκέψεις μέσα στο μυαλό μου, το μόνο που κατάφερα ήταν να καταλήξω στο ότι εκείνο που μας λείπει πραγματικά είναι η ελπἰδα και αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημά μας.

Δεν είναι το οτι αύριο μπορεί να μην έχουμε συντάξεις, αφού θα έχουμε προσαρμοστεί μέχρι τότε στην ήπια λογική των προτάσεων Φελστάιν και θα ζούμε με λιγότερα, ούτε είναι ότι δεν θα θέλουμε εξοχικά των 300 μ2 για χρήση δέκα πέντε ημερών ενώ τις υπόλοιπες θα σαπίζουν έρημα, αλλά το οτι δεν έχουμε ποιά την αισιοδοξία των παλιών καλών ημερών, όταν με ένα γλειφιτζούρι τα παιδιά ήταν χαρούμενα.

Θυμάμαι τη χαρά που ένιωσα μικρό παιδί, όταν μου αγόρασαν οι γονείς μου, ένα τόπι φτιαγμένο απο κόκκινη ζελατίνα και κρεμασμένο από ένα ελαστικό σπάγκο...

Σήμερα τα παιδιά μας θἐλουνε απο φορητό PSP και πάνω ενώ πριν προλάβει να ανθίσει το μούσι στα πρόσωπα των αγοριών, εκείνα σχεδιάζουν τις βόλτες με το κόκκινο GT που θα τους αγοράσει για αποκλειστική χρήση ο μπαμπάς. Δεν έχει σημασία αν δεν τους το υποσχέθηκε... Θα τους το υποσχεθεί διότι έτσι αποφάσισαν εκείνα...

Η ευκαιρία επομένως ίσως να είναι ακόμα εδώ, σε μια διαφοροποιημένη ψυχολογία που θα υποδεχτεί τον κόσμο που έρχεται επαναφέροντας την αισιοδοξία μαζί με τις μειωμένες προσδοκίες που πλέον θα είναι επιθυμητές.

Το Δημόσιο Χρέος και η Ευρωπαϊκή Ένωση (Μέρος β)

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ στις 12 Ιουνίου 2009)

Στο προηγούμενο άρθρο εξετάσαμε, σκεπτόμενοι παράλληλα με τον αναγνώστη, τον ρεαλισμό των εξαγγελλόμενων πολιτικών επιλογών για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.

Στο ακόλουθο δεύτερο τμήμα του άθρου θα συνεχίσουμε να διαφοροποιούμαστε απο τις καθεστηκυίες απόψεις οι οποίες όπως αποδεικνύεται μας αυτοπαγιδεύουν σε αδιέξοδες λύσεις.

Αν και είναι πραγματικά όμορφη η σκέψη να μειώσουμε το χρέος μας και να μηδενίσουμε τα ελλείμματά μας, αφού θα μας γέμιζε με αυτοπεποίθηση και ως άτομα και ως χώρα, παραμένει το ερώτημα της εφικτότητας και του ρεαλισμού του εγχειρήματος.

Εάν ο ρεαλισμός και η αποφυγή πολιτικών σκοπιμοτήτων καθόριζαν τις θέσεις μας, τότε θα βλέπαμε χωρίς δυσκολία ότι όλα όσα λέγονται προς αυτή την κατεύθυνση (δείτε προηγούμενο πρώτο μέρος του άρθρου) είναι από εσφαλμένα έως εντελώς εκτός τόπου και χρόνου.

Διότι μη έχοντας

  1. συναλλαγματικές δυνατότητες (υποτίμηση του νομίσματός μας για να μειώσουμε πληθωριστικά το χρέος μας ώστε να ενισχύσουμε τις εξαγωγές και τον τουρισμό, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές κλπ, όπως συμβαίνει ήδη στην Τουρκία που σημειώνει αύξηση του τουρισμού της κατά 27%, όταν σε εμάς διαπιστώνεται μείωση 19%),
  2. νομισματικές δυνατότητες (πραγματικά αυτόνομη κεντρική τράπεζα για τη διαχείριση των επιτοκίων κ.α.)
    3) δημοσιονομικές δυνατότητες (η ΕΕ ζητάει επίμονα την άμεση τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και τη μείωση των ελλειμμάτων, με όλα όσα αυτά συνεπάγονται όπως περιορισμοί στους μισθούς, λιτότητα, μειωμένη ζήτηση σε ένα φαύλο κύκλο με τον αποπληθωρισμό κ.α.)
  3. μία «φιλική» δομή του ΑΕΠ απέναντι σε κρίσεις (στην Ελλάδα υπερισχύει ο τομέας των Υπηρεσιών, στον οποίο η αύξηση της παραγωγικότητας είναι πολύ πιο δύσκολη αφού, μεταξύ άλλων, οι άνθρωποι που υποχρεωτικά τον στελεχώνουν, δεν έχουν τις ιδιότητες των μηχανών) και
  4. την ειδική οικονομική και λοιπή βοήθεια της ΕΕ, αφού εμείς δεν έχουμε καμία ελευθερία κινήσεων κλπ,

είναι πρακτικά αδύνατον να απαλλαγούμε από τα προβλήματα της οικονομίας, ακόμη και αν δεν υπήρχε η παγκόσμια οικονομική κρίση, ακόμα και αν είχαμε την καλύτερη κυβέρνηση του κόσμου και τον πειθαρχικότερο λαό ώστε να μειώναμε την όποια φοροδιαφυγή περιορίζοντας ταυτόχρονα τις όποιες σπατάλες του Δημοσίου.

Επομένως, όχι μόνο είναι σχεδόν αδύνατο να αποπληρώσουμε τα χρέη μας ή να μειώσουμε το έλλειμμά μας, αλλά ούτε καν να σταματήσουμε τη συνεχή αύξησή τους, τουλάχιστον μέχρι του σημείου που δεν θα μπορούμε να τα πληρώσουμε αφού δεν θα εξασφαλίζουμε τον περαιτέρω δανεισμό μας.

Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Μήπως πρέπει να υποδουλωθούμε στους Γερμανούς ή στους Γάλλους (όπως παλαιότερα στους Εγγλέζους) ή να χρεοκοπήσουμε ανεπιστρεπτί; Πως θα πρέπει να ενεργήσουμε, για να αμβλύνουμε τις παρενέργειες του χρέους και να μην υποκύψουμε στο μοιραίο;

Ο J. M. Keynes, κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου των Βερσαλλιών το 1919, με αντικείμενο τον τρόπο που θα έπρεπε να συμπεριφερθούν οι νικήτριες δυνάμεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου απέναντι στην ηττηθείσα Γερμανία, είπε τα εξής:

«Απαιτήθηκαν 160 δις γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δις ή, έστω, 100 δις, είναι ανύπαρκτη... Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δις Μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα. Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας». Δυστυχώς, κανένας δεν τον άκουσε με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν οι βαρύτατες συνέπειες του κραχ του 1929 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.

Επομένως, η ερώτηση που οφείλουμε να θέσουμε για τη χώρα μας και στην οποία θα πρέπει να απαντήσει η Ευρώπη, είναι κατά κάποιον τρόπο αυτή που έκανε τότε ο Keynes: “Μέσω της πώλησης ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα μπορέσουμε να μειώσουμε το χρέος και τα ελλείμματα μας, καθώς επίσης σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα;”

Εμείς, θα ισχυριστούμε, θέλουμε να δουλέψουμε παραγωγικά, δεν είμαστε «οκνηροί» ούτε θέλουμε να χρωστάμε. Πώς να το κάνουμε όμως πρακτικά, όταν μας έχουν αφαιρεθεί όλα τα εργαλεία χειρισμού της οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα αποκλειόμαστε από όλες τις αγορές του εξωτερικού και σιγά-σιγά και απο αυτές της ίδιας μας της χώρας;

Εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν μας εξασφαλίζουν τις αγορές για τα προϊόντα μας, αυξάνοντας έτσι το ΑΕΠ μας (οπότε θα μπορούσε να μειωθεί αναλογικά το χρέος μας) ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να μας αποκλείουν από τις δικές μας (δείτε Lidl, Aldi, Makro, Media Markt, Vinci, Hochtief, Carrefour, Unilever, αεροδρόμια, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κλπ γερμανικών και γαλλικών συμφερόντων ), δεν στέλνουν τους πολίτες τους να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα, δεν χρησιμοποιούν τη ναυτιλία μας για τις μεταφορές τους, δεν κάνουν ευρύτερα χρήση του τομέα των υπηρεσιών μας (75% του Ελληνικού ΑΕΠ), δεν επενδύουν εδώ σε παραγωγικές μονάδες για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα μας, αλλά εκμεταλλεύονται μόνο τις καταναλωτικές μας επιδόσεις, δεν προστατεύουν ενεργά (και με δικό τους πολεμικό εξοπλισμό) τα σύνορά μας, δεν μας προσφέρουν χαμηλά επιτόκια και δεν ενδιαφέρονται για την επίλυση των προβλημάτων μας, για τι ακριβώς τους χρειαζόμαστε;

Ιδιαίτερα όταν:

  1. για την κερδοφόρα λειτουργία αυτών των «ξένων» επιχειρήσεων, έχει επενδύσει τεράστια ποσά δανειζόμενο το Ελληνικό δημόσιο (όλοι εμείς), τα οποία οφείλει να εισπράξει για να εξοφλήσει ενώ
  2. για χρόνια τώρα, «προστατεύουμε τα σύνορα της Ευρώπης» με δικό μας κόστος, αγοράζοντας μάλιστα αρκετό από τον πολεμικό μας εξοπλισμό από ευρωπαϊκές εταιρίες.

Ίσως λοιπόν να ήλθε η στιγμή να εξοφλήσει η ΕΕ τις υποχρεώσεις της στη χώρα μας, επιτρέποντας μας να εξοφλήσουμε σωστά και τις δικές μας.

Ακόμη και αν ήμασταν αποικία ή δορυφόροι τους, δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να εξασφαλίζουν την επιβίωση και τη μη χρεοκοπία μας, αφού στην κυριολεξία μας απαγορεύουν να δραστηριοποιηθούμε μόνοι μας;

Εγκαταστάθηκαν εδώ, διαμόρφωσαν ολιγαρχίες, έφτιαξαν δρόμους για την εισβολή των επιχειρήσεων τους, απομυζούν τη φορολογική βάση μας (φοροαποφυγή πολυεθνικών), εξάγουν τα προϊόντα τους εξασφαλίζοντας τις δικές τους θέσεις εργασίας, τοκίζουν με μεγάλα κέρδη τα χρήματα τους, κερδοσκοπούν στο χρηματιστήριο μας, επιβάλλουν τις πολιτικές τους και ταυτόχρονα μας κατακρίνουν, για να εισπράξουν ακόμη περισσότερα εις βάρος μας. Ποιος αλήθεια χρειάζεται ποιόν και ποιος τελικά εκμεταλλεύεται ποίον;

Σίγουρα, εάν δεν ήμασταν μέλος της Ευρωζώνης, θα είχαμε ήδη ή θα κινδυνεύαμε οσονούπω να χρεοκοπήσουμε, ιδίως όταν γίνει αντιληπτή η αντιστροφή της πιστωτικής επέκτασης και τα 10 Ευρώ, που είχαν ως εκ θαύματος γίνει 1.000 Ευρώ (αναδανειζόμενα και πολλαπλασιαζόμενα), επανέλθουν στην πραγματική τους αξία.

Ταυτόχρονα όμως, εάν δεν ήμασταν μέλος αυτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία επιβάλλονται συχνά οι εγωκεντρικές και ιδιοσυγκρατικές ηγεμονίες των ισχυρών, δεν θα είχαμε φτάσει ποτέ σε αυτήν την κατάσταση.

Ασφαλώς και δεν θα είχαμε επενδύσει σε τόσους δρόμους, κατασκευάσει τέτοια έργα και διοργανώσει Ολυμπιακούς αγώνες χωρίς την υποστήριξη των κοινοτικών κονδυλίων, ούτε θα είχαμε επεκταθεί επενδυτικά στην Ανατολική Ευρώπη. Θα ήταν όμως οι επιχειρήσεις δικές μας, θα απολαμβάναμε εμείς τα μερίσματά τους, θα ήμασταν ποιο ανεξάρτητοι, ποιό ελεύθεροι και δεν θα αναγκαζόμασταν να αγωνιάμε για ένα βιοτικό επίπεδο που βασίστηκε σε χρέη που εμμέσως μας επιβλήθηκαν.

Αξίζει επομένως να αναρωτηθούμε μήπως:

  1. Η ΕΕ πρέπει να φροντίσει να αυξηθούν τόσο το ΑΕΠ, όσο και οι εξαγωγές μας, περιορίζοντας ταυτόχρονα την τεράστια «φοροαποφυγή» των Ευρωπαϊκών πολυεθνικών που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας;
  2. Πρέπει να μετατρέψουμε το δημόσιο χρέος μας, εσωτερικό και εξωτερικό, εξ ολοκλήρου σε μακροπρόθεσμο, σταματώντας πλέον να δανειζόμαστε και απαιτώντας από την ΕΕ την εγκατάσταση παραγωγικών και όχι μόνο εμπορικών επιχειρήσεων;
  3. Για την εξόφληση των τόκων και των χρεολυσίων, πρέπει να αποφασισθεί ένα σταθερό ποσοστό επί του Ελληνικού ΑΕΠ (για παράδειγμα 10%) ώστε να είναι εφικτή η εκταμίευσή του σε ετήσια βάση, για όσα χρόνια χρειασθεί, χωρίς να εμποδίζονται οι απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις για την ορθολογικοποίηση της λειτουργίας της οικονομίας μας;

Αντί λοιπόν, ως χώρα της Ευρωζώνης, να χάνουμε το χρόνο μας, αναζητώντας λύσεις σε δευτερεύοντα προβλήματα και να αλληλοκατηγορούμαστε, είναι προτιμότερο να επικεντρωθούμε σε ενέργειες που είναι απαραίτητες για την κοινή μας πρόοδο.

Η ΕΕ πρέπει να δημιουργήσει, απο την πλευρά της, μία δική της ενιαία και αποτελεσματική χρηματοπιστωτική αγορά, διευκολύνοντας έτσι την διακίνηση του κεφαλαίου και της εργασίας εντός των συνόρων της, και να ολοκληρωθεί πολιτικά, μετατρέποντας τα κράτη σε ισότιμες Πολιτείες με μία πραγματικά Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση.

Εάν αυτά δεν συμβούν σήμερα, με την ευκαιρία της οικονομικής κρίσης, κινδυνεύει να χαθεί για πάντα η δυνατότητα να γίνουμε πραγματικά ευρωπαϊκή χώρα.




Το Δημόσιο Χρέος και η Ευρωπαϊκή Ένωση.

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ στις 29 Μαϊου 2009)

“Μέσω της πώλησης ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους (ή θα μπορέσουμε να μειώσουμε το χρέος και τα ελλείμματα της χώρας1) καθώς επίσης σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα;”
J. M. Keynes,
(Κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου των Βερσαλλιών, το 1919)


Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που διαβάζει κανείς απλές αλλά καθόλου απλοϊκές αναλύσεις οικονομολόγων που δεν αποσκοπούν στο να δημιουργούν εντυπώσεις αλλά θέτουν “τον τύπον επί των ήλων” προβληματίζοντας τον αναγνώστη με την επιπολαιότητα σοβαρών κειμένων που παρά τον όγκο του χαρτιού που γράφτηκαν, ελάχιστη αξία έχουν ως εργαλεία διαμόρφωσης πολιτικής για την έξοδο απο την σημερινή κρίση.

Μία τέτοια ανάλυση είναι του οικονομολόγου Βασίλη Βιλιάρδου2, στην οποία βασίστηκε το ακόλουθο άρθρο.

Αναφέρει λοιπόν ο κ. Βιλιάρδος ότι στη λογική αυτής της βαθυστόχαστης επιπολαιότητας γράφτηκε πρόσφατα στην έκθεση της «Τράπεζας της Ελλάδος» ότι μπορούμε να μηδενίσουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας έως το 2012, μέσω του περιορισμού της «τεράστιας φοροδιαφυγής» και της ουσιαστικής περιστολής της σπατάλης του δημοσίου. Οτι μπορούμε επίσης να στοχεύσουμε στη μείωση της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ στο 60%, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα (10 έτη), με την επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων, της τάξης του 4,5 - 5% του ΑΕΠ.

Γράφτηκε επίσης στην ίδια έκθεση, χωρίς να έχει υπάρξει αντίστοιχο παράδειγμα ποτέ και πουθενά σε άλλη χώρα, ότι θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε, με «Εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ενισχύοντας παράλληλα την παραγωγική βάση με επενδύσεις, αυξάνοντας το ποσοστό απασχόλησης και ποιοτικής αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού και ενδυναμώνοντας τις ανταγωνιστικές μας δυνατότητες σε όλες τις αγορές».

Ξεκινώντας από το δεύτερο, τη μείωση δηλαδή του χρέους προς το ΑΕΠ μέσα σε μία 10ετία, διαπιστώνουμε ότι το εφικτό κεφαλαιακό πλεόνασμα κατά την Τράπεζα της Ελλάδος, είναι 86 δις € (8,6 δις € για δέκα έτη), όταν τα τελευταία 30 χρόνια το χρέος μας αυξανόταν σταθερά κατά 7 δις € ανά έτος. Απλή αριθμητική μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να επιδιώξουμε ετήσια καλυτέρευση ίση με 15,6 δις €!

Περνώντας στην προτεινόμενη απο την Τράπεζα της Ελλάδος “λύση”, θα πρέπει να αυξήσουμε τις επενδύσεις ενω τα ετήσια φορολογικά μας έσοδα των 55 δις € δεν φτάνουν ούτε για τις πρωτογενείς δαπάνες των 49 δις € (μισθοί και συντάξεις) συν τους τόκους των 11,3 δις € συν τις αποπληρωμές δανείων ύψους 26 δις €. Απαιτούνται δηλαδή ετησίως 86 δις € έναντι των 55 δις € που αποφέρουν τα φορολογικά έσοδα... Πως λοιπόν να περιμένουμε σοβαρές επενδύσεις απο τον δημόσιο τομέα;

Θεωρητικά βέβαια, θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τα φορολογικά μας έσοδα για να μηδενίσουμε τουλάχιστον τα 6,3 δις € του ετήσιου ελλείμματος του προϋπολογισμού.

Όμως, τα φορολογικά μας έσοδα είναι γύρω στο 22% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2008, όταν τα αντίστοιχα της Γερμανίας το 2006 ήταν επίσης 22% και της Ιαπωνίας 18%. Άρα σήμερα, δεν υστερούν καθόλου άλλων και μάλιστα βιομηχανικών χωρών όταν το 2006 ήταν μόλις στο 17% του ΑΕΠ..

Επομένως, πόσο θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τα φορολογικά μας έσοδα όταν γνωρίζουμε ότι το 1997 η Ιαπωνία αύξησε τους φόρους για να μειώσει το έλλειμμά της και οδηγήθηκε αμέσως σε ύφεση; Εμείς γιατί να τα καταφέρουμε καλύτερα απο την Ιαπωνία;

Περαιτέρω, η χώρα μας έχει χρόνιο και διαρκώς αυξανόμενο έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές, αγοράζει δηλαδή περισσότερα από όσα πουλάει οπότε, θα χρειαστεί ένα αντίστοιχο πλεόνασμα για να εξουδετερώσει το έλλειμμα αυτό που απο 32.477.334 δις € (15,21% του ΑΕΠ) το 2006 ανήλθε στα 41.038.983 δις € (16,72% του ΑΕΠ) το 2008.

Για να καταλάβει κανείς τη σοβαρότητα του ελλείμματος των 41 δις €, αρκεί να συγκρίνει το 16,72% επι του ΑΕΠ στην σημερινή Ελλάδα με το 8% επί του ΑΕΠ του Μεξικού το 1993, ένα χρόνο πριν και την παρά λίγο χρεοκοπία της χώρας αυτής που διασώθηκε χάρη σε δάνειο 50 δις $ από τις Η.Π.Α. Να σημειωθεί οτι η βασικότερη αιτία του Μεξικανικού προβλήματος ήταν ο υψηλός πληθωρισμός με νόμισμα συνδεδεμένο στο δολάριο οπότε, οι εξαγωγές του Μεξικού έχαναν την ανταγωνιστικότητά τους και μειώνονταν συνεχώς έναντι των εισαγωγών.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην σημερινή Ελλάδα, με τον πληθωρισμό να είναι επι χρόνια αρκετά υψηλότερος από το μέσο Ευρωπαϊκό ενώ το νόμισμα να είναι το ίδιο το ισχυρό Ευρώ.

Τι θα γίνει λοιπόν εάν σταματήσει η χώρα μας να προσελκύει ξένους επενδυτές, λόγω π.χ. αυξημένου ρίσκου και βρεθεί με εξαντλημένα τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία που θα μπορούσαν να εκποιηθούν ως λύση ανάγκης;

Θα μπορούσε μήπως η Ελλάδα να διατηρεί τα επιτόκια υψηλά (ήδη προσέφερε 6.14%) προσελκύοντας επενδυτές από το εσωτερικό ώστε να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την εξόφληση των υποχρεώσεων της στο εξωτερικό και την αύξηση των επενδύσεων;

Αυτή η τακτική θα προσέφερε ίσως κάποια λύση, εάν ο ιδιωτικός τομέας (καταναλωτές & επιχειρήσεις) και ο χρηματοπιστωτικός ήταν υγιείς. Είναι όμως;

Τα δάνεια των Ελληνικών τραπεζών προς την Α. Ευρώπη υπολογίζεται ότι πλησιάζουν τα 70 δις €, δηλαδή το 25 - 30% του ΑΕΠ της χώρας. Συγκριτικά τα αντίστοιχα δάνεια των τραπεζών της Αυστρίας ανέρχονται στο 100% του ΑΕΠ, γεγονός που πιθανά εφησυχάζει τους ιθύνοντες εδώ. Με δεδομένες όμως τις αδυναμίες του Ελληνικού κράτους και την ανάγκη του για συστηματικό εσωτερικό δανεισμό μήπως η κατάσταση του τραπεζικού τομέα είναι ποιο επικίνδυνη απο ότι φαίνεται;

Απομένει η δυνατότητα «σύλληψης της τεράστιας φοροδιαφυγής», για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και την επίλυση των προβλημάτων της Οικονομίας μας.

Είναι όμως πράγματι τεράστια η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες χώρες, όταν:

Μία μέση Ελληνική οικογένεια π.χ. πληρώνει για φροντιστήρια περί τα 3.000 € το έτος ανά μαθητή, όταν η αντίστοιχη Γερμανική δεν πληρώνει τίποτα. Δεν είναι αυτός φόρος; Θεωρείται μήπως μηδαμινός και πρέπει να αυξηθεί; Εάν δεν υπήρχαν τα φροντιστήρια, δεν θα έμεναν όλοι οι απασχολούμενοι εκεί άνεργοι, αναγκάζοντας το Δημόσιο να τους πληρώνει; Δεν ενισχύουν επομένως οι Έλληνες πολίτες απ’ ευθείας το Δημόσιο;

Όσον αφορά τις σχετικά μεγάλες και εισηγμένες στο χρηματιστήριο Ελληνικές επιχειρήσεις, αυτές δύσκολα φοροδιαφεύγουν ενώ με τη φοροδιαφυγή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών εξασφαλίζεται η επιβίωσή χιλιάδων εργαζομένων που διαφορετικά θα έφερναν την ανεργία της χώρας στο 14-20%, όπως συμβαίνει στην Ισπανία.

Εάν τώρα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην περιστολή των δαπανών του δημοσίου, είναι πράγματι σε θέση να καλύψει αυτή τους στόχους μείωσης των ελλειμμάτων και των χρεών, όταν υπάρχουν τόσα πολλά κοινωνικά προβλήματα;

Οτιδήποτε και αν καταφέρουμε στον τομέα αυτό, θα παραμείνουμε μακράν απο το να συμβάλλουμε ουσιαστικά στην επίλυση του προβλήματος του ασφαλιστικού που προέρχεται, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, από τη διαφοροποίηση της αναλογίας των εργαζομένων, σε σχέση με αυτούς που συνταξιοδοτούνται (γήρανση του πληθυσμού, κυρίως λόγω της αύξησης του προσδοκώμενου χρόνου ζωής, σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα).

Αλλα ούτε στην επίλυση του προβλήματος της ανεργίας των νέων θα έχουμε θεαματικά αποτελέσματα αφού ολόκληρη η Ευρώπη υποφέρει από την «ευρωσκλήρωση», τη μόνιμη δηλαδή παρουσία υψηλών ποσοστών ανεργίας, ιδίως των νέων, ακόμη και στη διάρκεια οικονομικών ανακάμψεων.

Συμπερασματικά, αν και είναι πραγματικά όμορφη η σκέψη να μειώσουμε το χρέος και να μηδενίσουμε τα ελλείμματά μας, πόσος ρεαλισμός υπάρχει σε αυτές τις εξαγγελίες της κυβέρνησης και στις όψιμες υποσχέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εν όψει της πάγιας ψηφοθηρικής τακτικής των πολιτικών μας;
  1. Στην παρένθεση, αν και παραφράζονται τα λόγια του Keynes, διατηρείται η ουσία της παρατήρησής του για τις Γερμανικές επανορθώσεις, διότι όπως εκεί δεν έγινε ποτέ αναφορά στις πραγματικές δυνατότητες αποπληρωμής των Γερμανών, έτσι και στα ευχολόγια της ΚΤΕ δεν γίνεται λόγος για την εφικτότητα των προτεινομένων.
  2. Ο Βασίλης Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος και επιχειρηματίας που δραστηριοποιήθηκε για σχεδόν 20 χρόνια στην Γερμανία. Έγραψε πρόσφατα το πολύκροτο βιβλίο με τίτλο “Υπέρβαση εξουσίας” όπου αναφέρεται με συγκλονιστικές λεπτομέρειες η υπέρβαση εξουσίας της γραφειοκρατίας για την απαρέγκλιτη τάχα εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας.