Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...

Το Δημόσιο Χρέος και η Ευρωπαϊκή Ένωση (Μέρος β)

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ στις 12 Ιουνίου 2009)

Στο προηγούμενο άρθρο εξετάσαμε, σκεπτόμενοι παράλληλα με τον αναγνώστη, τον ρεαλισμό των εξαγγελλόμενων πολιτικών επιλογών για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.

Στο ακόλουθο δεύτερο τμήμα του άθρου θα συνεχίσουμε να διαφοροποιούμαστε απο τις καθεστηκυίες απόψεις οι οποίες όπως αποδεικνύεται μας αυτοπαγιδεύουν σε αδιέξοδες λύσεις.

Αν και είναι πραγματικά όμορφη η σκέψη να μειώσουμε το χρέος μας και να μηδενίσουμε τα ελλείμματά μας, αφού θα μας γέμιζε με αυτοπεποίθηση και ως άτομα και ως χώρα, παραμένει το ερώτημα της εφικτότητας και του ρεαλισμού του εγχειρήματος.

Εάν ο ρεαλισμός και η αποφυγή πολιτικών σκοπιμοτήτων καθόριζαν τις θέσεις μας, τότε θα βλέπαμε χωρίς δυσκολία ότι όλα όσα λέγονται προς αυτή την κατεύθυνση (δείτε προηγούμενο πρώτο μέρος του άρθρου) είναι από εσφαλμένα έως εντελώς εκτός τόπου και χρόνου.

Διότι μη έχοντας

  1. συναλλαγματικές δυνατότητες (υποτίμηση του νομίσματός μας για να μειώσουμε πληθωριστικά το χρέος μας ώστε να ενισχύσουμε τις εξαγωγές και τον τουρισμό, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές κλπ, όπως συμβαίνει ήδη στην Τουρκία που σημειώνει αύξηση του τουρισμού της κατά 27%, όταν σε εμάς διαπιστώνεται μείωση 19%),
  2. νομισματικές δυνατότητες (πραγματικά αυτόνομη κεντρική τράπεζα για τη διαχείριση των επιτοκίων κ.α.)
    3) δημοσιονομικές δυνατότητες (η ΕΕ ζητάει επίμονα την άμεση τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και τη μείωση των ελλειμμάτων, με όλα όσα αυτά συνεπάγονται όπως περιορισμοί στους μισθούς, λιτότητα, μειωμένη ζήτηση σε ένα φαύλο κύκλο με τον αποπληθωρισμό κ.α.)
  3. μία «φιλική» δομή του ΑΕΠ απέναντι σε κρίσεις (στην Ελλάδα υπερισχύει ο τομέας των Υπηρεσιών, στον οποίο η αύξηση της παραγωγικότητας είναι πολύ πιο δύσκολη αφού, μεταξύ άλλων, οι άνθρωποι που υποχρεωτικά τον στελεχώνουν, δεν έχουν τις ιδιότητες των μηχανών) και
  4. την ειδική οικονομική και λοιπή βοήθεια της ΕΕ, αφού εμείς δεν έχουμε καμία ελευθερία κινήσεων κλπ,

είναι πρακτικά αδύνατον να απαλλαγούμε από τα προβλήματα της οικονομίας, ακόμη και αν δεν υπήρχε η παγκόσμια οικονομική κρίση, ακόμα και αν είχαμε την καλύτερη κυβέρνηση του κόσμου και τον πειθαρχικότερο λαό ώστε να μειώναμε την όποια φοροδιαφυγή περιορίζοντας ταυτόχρονα τις όποιες σπατάλες του Δημοσίου.

Επομένως, όχι μόνο είναι σχεδόν αδύνατο να αποπληρώσουμε τα χρέη μας ή να μειώσουμε το έλλειμμά μας, αλλά ούτε καν να σταματήσουμε τη συνεχή αύξησή τους, τουλάχιστον μέχρι του σημείου που δεν θα μπορούμε να τα πληρώσουμε αφού δεν θα εξασφαλίζουμε τον περαιτέρω δανεισμό μας.

Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Μήπως πρέπει να υποδουλωθούμε στους Γερμανούς ή στους Γάλλους (όπως παλαιότερα στους Εγγλέζους) ή να χρεοκοπήσουμε ανεπιστρεπτί; Πως θα πρέπει να ενεργήσουμε, για να αμβλύνουμε τις παρενέργειες του χρέους και να μην υποκύψουμε στο μοιραίο;

Ο J. M. Keynes, κατά τη διάρκεια της διεθνούς συνόδου των Βερσαλλιών το 1919, με αντικείμενο τον τρόπο που θα έπρεπε να συμπεριφερθούν οι νικήτριες δυνάμεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου απέναντι στην ηττηθείσα Γερμανία, είπε τα εξής:

«Απαιτήθηκαν 160 δις γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δις ή, έστω, 100 δις, είναι ανύπαρκτη... Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δις Μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα. Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας». Δυστυχώς, κανένας δεν τον άκουσε με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν οι βαρύτατες συνέπειες του κραχ του 1929 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.

Επομένως, η ερώτηση που οφείλουμε να θέσουμε για τη χώρα μας και στην οποία θα πρέπει να απαντήσει η Ευρώπη, είναι κατά κάποιον τρόπο αυτή που έκανε τότε ο Keynes: “Μέσω της πώλησης ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα μπορέσουμε να μειώσουμε το χρέος και τα ελλείμματα μας, καθώς επίσης σε ποιες ακριβώς Αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα;”

Εμείς, θα ισχυριστούμε, θέλουμε να δουλέψουμε παραγωγικά, δεν είμαστε «οκνηροί» ούτε θέλουμε να χρωστάμε. Πώς να το κάνουμε όμως πρακτικά, όταν μας έχουν αφαιρεθεί όλα τα εργαλεία χειρισμού της οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα αποκλειόμαστε από όλες τις αγορές του εξωτερικού και σιγά-σιγά και απο αυτές της ίδιας μας της χώρας;

Εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν μας εξασφαλίζουν τις αγορές για τα προϊόντα μας, αυξάνοντας έτσι το ΑΕΠ μας (οπότε θα μπορούσε να μειωθεί αναλογικά το χρέος μας) ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να μας αποκλείουν από τις δικές μας (δείτε Lidl, Aldi, Makro, Media Markt, Vinci, Hochtief, Carrefour, Unilever, αεροδρόμια, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κλπ γερμανικών και γαλλικών συμφερόντων ), δεν στέλνουν τους πολίτες τους να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα, δεν χρησιμοποιούν τη ναυτιλία μας για τις μεταφορές τους, δεν κάνουν ευρύτερα χρήση του τομέα των υπηρεσιών μας (75% του Ελληνικού ΑΕΠ), δεν επενδύουν εδώ σε παραγωγικές μονάδες για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα μας, αλλά εκμεταλλεύονται μόνο τις καταναλωτικές μας επιδόσεις, δεν προστατεύουν ενεργά (και με δικό τους πολεμικό εξοπλισμό) τα σύνορά μας, δεν μας προσφέρουν χαμηλά επιτόκια και δεν ενδιαφέρονται για την επίλυση των προβλημάτων μας, για τι ακριβώς τους χρειαζόμαστε;

Ιδιαίτερα όταν:

  1. για την κερδοφόρα λειτουργία αυτών των «ξένων» επιχειρήσεων, έχει επενδύσει τεράστια ποσά δανειζόμενο το Ελληνικό δημόσιο (όλοι εμείς), τα οποία οφείλει να εισπράξει για να εξοφλήσει ενώ
  2. για χρόνια τώρα, «προστατεύουμε τα σύνορα της Ευρώπης» με δικό μας κόστος, αγοράζοντας μάλιστα αρκετό από τον πολεμικό μας εξοπλισμό από ευρωπαϊκές εταιρίες.

Ίσως λοιπόν να ήλθε η στιγμή να εξοφλήσει η ΕΕ τις υποχρεώσεις της στη χώρα μας, επιτρέποντας μας να εξοφλήσουμε σωστά και τις δικές μας.

Ακόμη και αν ήμασταν αποικία ή δορυφόροι τους, δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να εξασφαλίζουν την επιβίωση και τη μη χρεοκοπία μας, αφού στην κυριολεξία μας απαγορεύουν να δραστηριοποιηθούμε μόνοι μας;

Εγκαταστάθηκαν εδώ, διαμόρφωσαν ολιγαρχίες, έφτιαξαν δρόμους για την εισβολή των επιχειρήσεων τους, απομυζούν τη φορολογική βάση μας (φοροαποφυγή πολυεθνικών), εξάγουν τα προϊόντα τους εξασφαλίζοντας τις δικές τους θέσεις εργασίας, τοκίζουν με μεγάλα κέρδη τα χρήματα τους, κερδοσκοπούν στο χρηματιστήριο μας, επιβάλλουν τις πολιτικές τους και ταυτόχρονα μας κατακρίνουν, για να εισπράξουν ακόμη περισσότερα εις βάρος μας. Ποιος αλήθεια χρειάζεται ποιόν και ποιος τελικά εκμεταλλεύεται ποίον;

Σίγουρα, εάν δεν ήμασταν μέλος της Ευρωζώνης, θα είχαμε ήδη ή θα κινδυνεύαμε οσονούπω να χρεοκοπήσουμε, ιδίως όταν γίνει αντιληπτή η αντιστροφή της πιστωτικής επέκτασης και τα 10 Ευρώ, που είχαν ως εκ θαύματος γίνει 1.000 Ευρώ (αναδανειζόμενα και πολλαπλασιαζόμενα), επανέλθουν στην πραγματική τους αξία.

Ταυτόχρονα όμως, εάν δεν ήμασταν μέλος αυτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία επιβάλλονται συχνά οι εγωκεντρικές και ιδιοσυγκρατικές ηγεμονίες των ισχυρών, δεν θα είχαμε φτάσει ποτέ σε αυτήν την κατάσταση.

Ασφαλώς και δεν θα είχαμε επενδύσει σε τόσους δρόμους, κατασκευάσει τέτοια έργα και διοργανώσει Ολυμπιακούς αγώνες χωρίς την υποστήριξη των κοινοτικών κονδυλίων, ούτε θα είχαμε επεκταθεί επενδυτικά στην Ανατολική Ευρώπη. Θα ήταν όμως οι επιχειρήσεις δικές μας, θα απολαμβάναμε εμείς τα μερίσματά τους, θα ήμασταν ποιο ανεξάρτητοι, ποιό ελεύθεροι και δεν θα αναγκαζόμασταν να αγωνιάμε για ένα βιοτικό επίπεδο που βασίστηκε σε χρέη που εμμέσως μας επιβλήθηκαν.

Αξίζει επομένως να αναρωτηθούμε μήπως:

  1. Η ΕΕ πρέπει να φροντίσει να αυξηθούν τόσο το ΑΕΠ, όσο και οι εξαγωγές μας, περιορίζοντας ταυτόχρονα την τεράστια «φοροαποφυγή» των Ευρωπαϊκών πολυεθνικών που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας;
  2. Πρέπει να μετατρέψουμε το δημόσιο χρέος μας, εσωτερικό και εξωτερικό, εξ ολοκλήρου σε μακροπρόθεσμο, σταματώντας πλέον να δανειζόμαστε και απαιτώντας από την ΕΕ την εγκατάσταση παραγωγικών και όχι μόνο εμπορικών επιχειρήσεων;
  3. Για την εξόφληση των τόκων και των χρεολυσίων, πρέπει να αποφασισθεί ένα σταθερό ποσοστό επί του Ελληνικού ΑΕΠ (για παράδειγμα 10%) ώστε να είναι εφικτή η εκταμίευσή του σε ετήσια βάση, για όσα χρόνια χρειασθεί, χωρίς να εμποδίζονται οι απαραίτητες δημόσιες επενδύσεις για την ορθολογικοποίηση της λειτουργίας της οικονομίας μας;

Αντί λοιπόν, ως χώρα της Ευρωζώνης, να χάνουμε το χρόνο μας, αναζητώντας λύσεις σε δευτερεύοντα προβλήματα και να αλληλοκατηγορούμαστε, είναι προτιμότερο να επικεντρωθούμε σε ενέργειες που είναι απαραίτητες για την κοινή μας πρόοδο.

Η ΕΕ πρέπει να δημιουργήσει, απο την πλευρά της, μία δική της ενιαία και αποτελεσματική χρηματοπιστωτική αγορά, διευκολύνοντας έτσι την διακίνηση του κεφαλαίου και της εργασίας εντός των συνόρων της, και να ολοκληρωθεί πολιτικά, μετατρέποντας τα κράτη σε ισότιμες Πολιτείες με μία πραγματικά Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση.

Εάν αυτά δεν συμβούν σήμερα, με την ευκαιρία της οικονομικής κρίσης, κινδυνεύει να χαθεί για πάντα η δυνατότητα να γίνουμε πραγματικά ευρωπαϊκή χώρα.




No comments: