Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...

Παραγίνανε πολλοί οι λοχίες αλλά φύγανε οι φαντάροι... (Μέρος 2ο)

(Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ την 3η Ιουλίου 2009)

Στο προηγούμενο άρθρο αποφάσισα να ασχοληθώ με το τεράστιο πρόβλημα της Αθήνας και για την ακρίβεια του Αττικολεκανοπεδίου, που αναπτύχθηκε άναρχα και χωρίς όρια, χάριν μιας ιδιόμορφης λογικής ανεξέλεγκτης επέκτασης στην εκάστοτε περιαστική ζώνη που αν υπήρχε σχετική μέριμνα θα προφυλασσόταν ως κόρη οφθαλμού απο την πολιτεία.

Είναι προφανές οτι τέτοια βούληση δεν υπήρξε ποτέ ενώ τα πραγματικά αίτια δεν ήταν οι επιτακτικές οικιστικές ανάγκες των εγκαθιστάμενων κατά κύματα νεοκατοίκων της Αθήνας αλλά η άγνοια και η αδιαφορία εκείνων που είχαν την ευθύνη να πουν το «μέχρις εκεί...»

Δεν το είπαν ποτέ, αν και μπορούσαν, διοτι δεν πέρασε καν απο την σκέψη τους το πως πρέπει να αναπτύσσεται μια οργανωμένη πόλη.

Αργότερα, κυκλοφόρησαν πολλές φήμες για τα “αίτια” που οδήγησαν σε αυτή την άναρχη επέκταση. Εκ των υστέρων πολλά είναι τα τραγούδια που ξέρει ο κάθε διαγωνιζόμενος...

Έτσι ειπώθηκε οτι ήταν τα συμφέροντα της μικροιδιοκτησίας ή τα συμφέροντα των εργοστασιαρχών που ήθελαν τους εργάτες έξω απο την μάνδρα των εργοστασίων τους για να μη χασομερούν στις βάρδιες ή οι πιέσεις και οι στρατηγικές των κυβερνώντων στην χειραγώγηση των ψηφοφόρων τους και άλλα πολλά...

Στην πράξη, οι κυβερνώντες απλά στερούνταν την στοιχειώδη καλλιέργεια και γνώση που συναντά κανείς σε βασικά εγχειρίδια πολεοδομικών κανόνων που συνέγραψαν φημισμένοι πολεοδόμοι με όραμα και ενδιαφέρον για τον άνθρωπο της πόλης.

Επιπλέον, όταν στερείσαι γνώσης αλλά και της καλλιέργειας που εκφράζει η νοοτροπία του προγραμματισμού, είναι εύκολο να βρίσκεις δικαιολογίες για τα αίτια της αδράνειας όπως τάχα το ιδιοκτησιακό καθεστώς των περιαστικών ζωνών, το κόστος προγραμματισμού και εφαρμογής των ρυθμιστικών πλάνων και η εκνευριστικά επαναλαμβανόμενη αναφορά στην Ελληνική πραγματικότητα...

Έτσι μείναμε στην Ελληνική πραγματικότητα, αναβάλαμε κάθε σοβαρή προσπάθεια σχεδιασμού και οριοθέτησης των χρήσεων γής και αρχίσαμε να βράζουμε στο ζουμί του ίδιου μας του εαυτού.

Ναι βράζαμε και συνεχίζουμε να βράζουμε μόνο που όσο και αν ήταν το ζουμί τελείωσε και κινδυνεύουμε πλέον να μετατραπούμε σε απανθρακωμένο υπόλειμμα στο βάθος της αστικής μας κατσαρόλας ή κατά άλλους οικιστικής χαβούζας.

Στο κείμενο της περασμένης Παρασκευής αναφέρθηκα σε μια απο τις ενδεικνυόμενες τακτικές στην αναβάθμιση του αστικού μας περιβάλλοντος μέσω μιάς σταδιακής αναμόρφωσης των οικιστικών περιοχών, αφού προηγηθεί ένα ρυθμιστικό πλάνο που θα προδιαγράφει με ρεαλισμό τις αυριανές λειτουργίες της πόλης, τους πιθανούς παροχείς υπηρεσιών ανα κλάδο και ζώνη συγκέντρωσής τους (εφόσον δεν θα υπάρχουν βιομηχανίες) και τα γενικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά που θα επιτρέπουν μια ανεκτή ποιότητα ζωής σε μια μεγαλούπολη των 5 - 8 εκατομμυρίων κατοίκων.

Είναι δυνατόν να αναπτύσσεται μια πόλη, έστω 5 εκατομμυρίων κατοίκων, με απόλυτη εσωστρέφεια, χωρίς βιομηχανική παραγωγή που δικαιολογεί και τον τίτλο “Παραγίνανε πολλοί οι λοχίες αλλά φύγανε οι φαντάροι...” και χωρίς παροχή υπηρεσιών μεγάλης εμβέλειας που θα περιλαμβάνει αναγκαστικά και τις χώρες της Βαλκανικής;

Είναι δυνατόν να αναπτύσσεται μια πόλη 5 εκατομμυρίων κατοίκων, με ένα σύστημα αυτοεξυπηρέτησης, ανακυκλώνοντας το χρήμα εσωτερικά;

Είναι δυνατόν να έχουμε μία πόλη που ο ένας θα αγοράζει τις υπηρεσίες του άλλου και αυτή ταυτόχρονα θα αναπτύσσεται;

Ασφαλώς όχι διότι τέτοιες πόλεις έχουν προ πολλού εκλείψει όπως φανερώνει ακόμα και μια επιπόλαιη αναφορά στην ιστορία των πόλεων σε παγκόσμια κλίμακα.

Ιστορικά, όλες οι πόλεις αναπτύσσονταν επειδή κατάφερναν να συσσωρεύουν πλούτη που έφερνε η ανταλλαγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών.

Εμείς εδώ σε ποιους πουλάμε τις υπηρεσίες μας, εκτός της Ελληνικής επαρχίας, και τι εμπορεύματα παράγουμε ή διαθέτουμε;

Ποια πλούτη θα φέρουμε απο το εξωτερικό όταν θα τελειώσουν οι κοινοτικές εισροές και το τέχνασμα της μετακύλισης του δανεισμού στις μεταγενέστερες γενεές;

Ποια πλούτη θα φέρουμε αν η δοκιμαζόμενη ναυτιλία μας δεν ανακάμψει ώστε να παραμείνει ο δεύτερος πόρος εισροών μετά τον τουρισμό...

Δεν έλαβα ίσως υπόψη τον τουρισμό αλλά ποιόν ακριβώς τουρισμό, αυτόν που αναπτύξαμε με τις κακότεχνες υποδομές μας και την ολέθρια συμπεριφορά μας σε όσους είχαν την ατυχία να τις χρησιμοποιήσουν;

Ευτυχώς που κάποιες διεθνείς αλυσίδες ξενοδοχείων επέμειναν να προσφέρουν το επίπεδο διακοπών που αξίζει να θυμάται κανείς.

Ευτυχώς που τελευταία υπήρξαν αρκετοί μικροϊδιοκτήτες που ενσωμάτωσαν την θήτευσή τους στο εξωτερικό σε χαριτωμένα καταλύματα που υποδέχονται πρόσχαρα τους ενοίκους τους έστω και με υπερβολικό τίμημα...

Την Αθήνα επομένως θα πρέπει να μετατρέψουμε σε μια πόλη πρόσχαρη και βιώσιμη ώστε να διαμορφώσουμε επιτέλους εκείνο το αίσθημα ενδιαφέροντος που προσελκύει πολυπληθείς επισκέπτες σε άλλες μεγαλουπόλεις, ιδιαίτερα όταν η δική μας υπήρξε κάποτε η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού.

Χώρους όμως δεν διαθέτει για μια τέτοια βιωσιμότητα η Αθήνα μας και θα πρέπει σύντομα να ξεκινήσει ένα συστηματικό και μεγάλης έκτασης γκρέμισμα όσων περιοχών προβλέπεται κατά προτεραιότητα να αναγεννηθούν ώστε να προσφέρει την αναμενόμενη ποιότητα ζωής σε μόνιμους κατοίκους αλλά και σε επισκέπτες.

Εν τω μεταξύ οι αστοί που εγκατέλειψαν το ανυπόφορο πλέον κέντρο θα απολαμβάνουν την ησυχία του σημερινού περιάστεως.

Όμως μια τέτοια τακτική δεν αρκεί.

Όσο και αν το Αττικολεκανοπέδιο διαθέτει τεράστιους ανεκμετάλλευτους ή απαξιωμένους χώρους όπως οι αλάνες παλαιών βιομηχανικών εγκαταστάσεων που δεν πρόκειται να ανασυσταθούν, οι χώροι αυτοί δεν επαρκούν.

Για να δημιουργήσουμε ικανοποιητικούς χώρους θα πρἐπει να επιλεχτούν οι περιοχές όπου η καθ’ύψος δόμηση θα απελευθερωθεί χωρίς υψοφοβικά σύνδρομα.

Βέβαια το υψοφοβικό σύνδρομο αποτελεί την συνηθέστερη δικαιολογία ενώ κανείς δεν πρότεινε το να μετατραπεί η Αθήνα σε ένα νεο Μανχάταν...

Αν το επιχειρούσαμε θα είχαμε μια πόλη έτοιμη να ικανοποιήσει πληθυσμό μεγαλύτερο των 20 εκατομμυρίων, κάτι που ούτε θέλουμε ούτε αποτελεί ανάγκη που να πηγάζει απο κάποια στρατηγική όπως π.χ αυτή της γιγάντωσης της Κωνσταντινούπολης με πληθυσμό 18 εκατομμυρίων ώστε να εγκαταλειφτεί κάθε όνειρο και κάθε εθνικιστική βλέψη των Ελλήνων για την προσάρτησή της.

Πολυ πιο αληθινή ακούγεται η δικαιολογία της μικροιδιοκτησίας. Το παλαιό σύστημα αντιπαροχής δεν πρόβλεπε κανένα κίνητρο όπως αλλού ώστε να διευκολυνθεί η συνεργασία των πολλών ιδιοκτητών με τους κατασκευαστές για την τελική μεγιστοποίηση του συνολικού οφἐλους.

Ο καθείς έμενε με τα χιλιοστά της ιδιοκτησίας του κάτω απο το μαξιλάρι του ή κουβαλώντας τα σαν φυλαχτό στον κόρφο του. Οι προτάσεις ανταλλαγής ακούγονταν σαν κακόγουστα ανέκδοτα..

Σήμερα όμως η ευκαιρία θα εμφανιστεί σε εκείνες ακριβώς τις περιοχἐς που δεν επιδέχονται βελτίωσης, όπως τα πυκνοδομημένα τετράγωνα βιομηχανικών και αστικών περιοχών του κέντρου που καταρρέουν και θα συνεχἰσουν να καταρρέουν σε ένα κλίμα διευρυνόμενης εγκατάλειψης και γκετοποίησης.

Εκεί που θα έχαναν οι ιδιοκτήτες τους κάθε ελπίδα ανάκαμψης της περιουσίας τους, θα τους δοθεί τώρα η εναλλακτική δυνατότητα να συνεργασθούν με τα χιλιοστά των γειτόνων τους και να σπείρουν τους πρώτους σπόρους αναγέννησης της πόλης.

Τα νέα ψηλά κτίρια της Αθήνας δεν θα είναι απαραίτητα γυάλινα κτίρια όπως χαιρέκακα αποστρέφονται οι λάτρεις του οριζόντιου γιγαντισμού που έφερε την Αθήνα στο σημερινό απόλυτο αδιέξοδο.

Όσο και αν επι χρόνια επέβαλαν μια ανάπτυξη στα μέτρα των δικών τους μικροσυμφερόντων, κάτω απο ένα κυβερνητικό μηχανισμό στο σκοτάδι της άγνοιας και της αδιαφορίας, σήμερα θα ανακόψουν πρύμνα λόγω της νέας πραγματικότητας.

Τα ψηλά κτίρια θα κατασκευάζονται πλέον από εταιρίες που θα έχουν υψηλά επίπεδα τεχνικής επίδοσης και εμπειρίας ενω θα προσφέρουν και στα μνημειακά χαρακτηριστικά της αναγεννόμενης πόλης των Αθηνών.

Λόγω μεγάλου ύψους θα αφήνουν τεράστια επιφάνεια εδάφους σε χρήσεις προς τέρψη των ιδιοκτητών αλλά και των περιοίκων τους.

Τα ψηλά κτίρια της νέας Αθήνας θα σχεδιάζονται απο αρχιτέκτονες και οχι πολιτικούς μηχανικούς, όπως συνήθως συνέβαινε μέχρι σήμερα, και θα συνδυάζουν την ικανοποίηση των αναβαθμισμένων αναγκών των κατοίκων της πόλης με εκείνες του πολεοδομικού και ρυθμιστικού σχεδίου λειτουργίας και ανάπτυξής της.

Τα ψηλά κτίρια σε συνδυασμό με τις υποδομές μεταφοράς ενός σύγχρονου ρυθμιστικού θα αποτελέσουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την συγκέντρωση των κυβερνητικών γραφειακών αναγκών και των διοικήσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Αυτά ακριβώς θα είναι και τα πρώτα παραδείγματα μίας νέας και πολλά υποσχόμενης οικιστικής αναβάθμισης της Αθήνας με χώρους αναψυχής και διαβίωσης αντίστοιχους των σημερινών αναγκών όπως ακριβώς επιβάλει μια εντελώς διαφορετική απο το παρελθόν περιβαλλοντική συνείδηση.

Για τους λάτρεις του παραδοσιακού και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Αθήνας (ελαχίστης δυστυχώς συγκρινόμενης ακόμα και με πόλεις της βαλκανικής) θα είναι επίσης εύκολο να συνδυασθούν στους απελευθερωμένους χώρους τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα που θα αποδοθούν ανακαινισμένα σε πλήρη εμπορική και οικιστική χρήση ως ζωντανά μνημεία μια πόλης που δεν υπάρχει πια.

Αν δε αυτή η κληρονομιά συνδυαστεί με τις αρχαιότητες που θα ανασκαφούν στους ελεύθερους χώρους, θα δώσει στην πόλη της Αθήνας μια πραγματικά μνημειακή διάσταση, καθιστώντας την παγκόσμιο πόλο έλξης επισκεπτών που δεν θα έχουν ακούσει μόνο για την Ακρόπολη.

Παραγίνανε πολλοί οι λοχίες αλλά φύγανε οι φαντάροι...

(Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ την 26η Ιουνίου 2009)

Προ ημερών, παρακολουθούσα τη συζήτηση μεταξύ τριών εκπροσώπων παρατάξεων του Ελληνικού κοινοβουλίου. Και οι τρείς κυρίες είναι πασίγνωστες οχι μόνο ως βουλευτίνες αλλά και για την μαχητικότητά τους υπέρ διαφόρων κοινωνικών ομάδων και τις πρωτοποριακές θέσεις τους στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας.

Η συζήτηση, στην ραδιοφωνική εκπομπή, διαμόρφωνε ένα potpourri απο σκέψεις για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων και γενικότερα την χωροτακτική βελτίωση της σημερινής Αθήνας.

Θα πρέπει να πω οτι όλα ξεκίνησαν λαμπρά...

Οι δυναμικές κυρίες, με άποψη για τα Ελληνικά θέματα, ανταγωνίζονταν η μια την άλλη στο ποιά θα κάνει την καλλίτερη πρόταση ή θα προβάλλει την ποιο πιασάρικη ιδέα για την αναβάθμιση της κατακαημένης πρωτεύουσάς μας.

Σύντομα όμως το ραδιοφωνικό σκηνικό άλλαξε...

Την σώφρονα ανταλλαγή επιχειρημάτων διαδέχτηκε η ανεξέλεγκτη υπερβολή οδηγώντας σε ενα πνεύμα κομματικού ανταγωνισμού... “Μα εμείς το έχουμε στο πρόγραμμά μας…” είπε η μια εκ των βουλευτἰνων και ας ήταν ατεκμηρίωτο και ανέφικτο το συγκεκριμένο πρόγραμμα.

Σκέφτηκα τότε οτι αυτό που άκουγα ήταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας μας.

Αλλωστε εμείς τις εκλέξαμε και εμάς και τις ιδέες μας εκπροσωπούν. Αν πρόκειται όμως το κάθε ωραίο ξεκίνημα να το διαδέχεται η ανέφικτη υπερβολή και ο λαϊκίστικος ανταγωνισμός του στυλ “Μα εγώ το έχω στο πρόγραμμά μου…” τότε τα πράγματα δεν είναι καθόλου ρόδινα.

Αν τόσο σημαντικοί εκπρόσωποι του Ελληνικού κοινοβουλίου τα μπλέκουν άσχημα και τελικά αοριστολογούν τι μένει σε εμάς τους απλούς και αδύναμους πολίτες; Ισως τίποτα εκτός αν διατηρούμε ακόμα την ελπίδα για ένα καλύτερο κόσμο και αποφασίσουμε να το παλέψουμε με πρωτοτυπία έξω απο τους τσελεμεντέδες των ευχολογίων των εκάστοτε κυβερνήσεων...

Επηρεασμένος αναμφίβολα απο πολλές πρωτότυπες ιδέες για την αντιμετώπιση των χωροτακτικών προβληματισμών της Αθήνας, που έτυχε να μελετώ πρόσφατα, θα επικεντρωθώ επιλεκτικά σε προτάσεις ταμπού που όμως οδηγούν σε μοναδικά εφικτές και βιώσιμες λύσεις.


Η Αθήνα είναι αναμφίβολα μια πόλη με φυσιογνωμία μεγαλοχωρίου ενώ οι υπόλοιπες, με την Θεσσαλονίκη δεύτερη και καλλίτερη, ακολουθούν απο κοντά.

Η αρχική πόλη των Αθηνών σχεδιάστηκε για πληθυσμό 100.000 κατοίκων και αυτόν με πλημμελή κάλυψη αναγκών εφόσον, κατόπιν συνεχών παρεμβάσεων, ποτέ δεν υλοποιήθηκε ο αρχικός σχεδιασμός.

Επιπλέον, η σχεδιαστή άποψη της εποχής δεν είχε λάβει υπ’οψιν την πληθώρα των σημερινών τροχοφόρων παρά μόνο των προβλεπόμενων λιγοστών αμαξών.

Τα χρόνια πέρασαν και γύρω απο αυτο το ανεπαρκέστατο κέντρο διαμορφώθηκε άναρχα η συμπλήρωση του οικιστικού ιστού ως επι το πλείστον με την ακόμα προσφιλή μέθοδο των καταπατήσεων του εκάστοτε περιαστικού χώρου. Σε αυτόν τον ιστό εγκλωβίσθηκαν τελικά τα μικροχώρια και οι οικισμοί που υπήρχαν απο αρχαιοτάτων χρόνων όπως της Κηφισιάς.

Η συγκέντρωση στο Αττικολεκανοπέδιο, πολυάριθμων πληθυσμών, που καθιστούσε την συνεχή επέκταση επιτακτική, κρίθηκε αναγκαίος διότι μόνον έτσι διευκολυνόταν ο έλεγχός τους απο την μεγαλοαστική τάξη της εποχής.

Οι άρχοντες της Αθήνας δεν μπορούσαν να ανεχτούν την διαφορετικότητα ούτε των Μικρασιατών, μετά το 1922, ούτε των χωρικών μετά το 1952, που κατά κύματα κατέκλυζαν το υποσχόμενο εργασία Αττικολεκανοπέδιο.

Οι υποδομές άλλωστε της επαρχίας, ειδικά της νότιας, ήταν τουλάχιστον κωμικές. Η ηλεκτροδότηση π.χ. της Ελληνικής επαρχίας ολοκληρώθηκε, και είναι ντροπή για την δημοκρατία μας, επι δικτατορίας...

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έχοντας κακή εμπειρία απο τον πρώτο του προσωπικό πόλεμο με τους Εγγλέζους της Πάουερ σε ανύποπτο για τις θύμισες των πολλών χρόνο, επικεντρώθηκε στις υποδομές των οδικών αξόνων εγκαταλείποντας ουσιαστικά κάθε άλλη αναπτυξιακή φιλοδοξία.

Σήμερα όμως προκύπτουν ερωτήματα που δεν απαντώνται με ευχολόγια, ούτε με το πρασίνισμα των ταρατσών ούτε με το γκρέμισμα μερικὠν κτιρίων τα οποία παρεπιπτόντως θα μας επιβάλλουν τη θέαση των αντιαισθητικών σωθικών των διπλανών τους, ούτε με ενοποιήσεις αρχαιολογικών χωρών που αφορούν το απόλυτο κέντρο, ούτε με άλλες ψευδαισθήσεις...

Η Αθήνα και σιγά - σιγά οι υπόλοιπες πόλεις μας καταντούν μη βιώσιμες και αυτό θα πρέπει να το καταλάβουμε...

Παύουν να είναι βιώσιμες διότι αναπτύχθηκαν πυκνά γύρω απο βιομηχανίες που ήδη αποχώρησαν ή αποχωρούν.

Χωρίς βιομηχανίες δεν υπάρχει έργο για εργάτες και χωρίς εργάτες δεν υπάρχει λόγος να τους πλαισιώνουν οι επαγγελματίες.

Με άλλα λόγια... «Παραγίνανε πολλοί οι λοχίες και φύγανε οι φαντάροι...»

Πριν καταλήξουμε όμως σε μία μακρόπνοη λύση αναδημιουργίας των Ελληνικών πόλεων και κωμοπόλεων της υπαίθρου, πορεία μοναδική και αναγκαία για τα νέα δεδομένα της ζωής, θα πρέπει να σκεφτούμε το αύριο.

Οι πιθανότερες λύσεις φαίνονται να είναι δυο.

Η μια, αν και θα μας δυσκολέψει αρκετά η εφαρμογή της, συμβαίνει ήδη με αργούς ρυθμούς και χωρίς προγραμματισμό. Εαν αποφασίσουμε να επιταχύνουμε τη διαδικασία θα ακολουθήσουμε την τακτική των σοφών παιδιών, όταν συμπληρώνουν ένα απαιτητικό puzzle.

Απλώνουν όλα τα κομμάτια γύρω απο την εικόνα με φανερή την εικονογραφημένη πλευρά και μετά βασιζόμενοι στην χρωματική πυκνότητα επιλέγουν το πιθανότερο για ταίριασμα κομμάτι.

Έτσι και οι πολεοδόμοι ή χωροτάκτες θα υποδείξουν νέες περιοχές στην περιαστική ζώνη για την εγκατάσταση των αστών του κέντρου, όσων δεν το εγκατέλειψαν μέχρι τώρα, και κατόπιν, αφού επανακαθορίσουν χρήσεις για το ρημαγμένο και άδειο αστικό κέντρο, διαμορφώνοντας μια νέα πρόταση για την κάθε περιοχή, θα προχωρήσουν στην ανάπλασή της βάσει του νέου και ενιαία λειτουργικού μοντέλου της πόλης.

Οτι δεν ταιριάζει σε αυτή την ανάπλαση θα κατεδαφίζεται χωρίς συναισθηματισμούς για την αστική μας κληρονομά που τάχατες χάνεται ώστε να δοθεί χώρος και τόπος στο πράσινο αλλά και σε όσες χρήσεις πολιτισμού και ανθρώπινης επικοινωνίας στερήθηκαν οι κάτοικοι της πόλης επι δεκαετίες.

Θα χρειαστεί όμως ένα πλάνο για όλα αυτά και ένα γενικότερο ρυθμιστικό σχέδιο για την νέα μικρότερη πόλη που θα προκύψει, ένα σχέδιο που δεν θα περιορίζεται σε τρείς λεωφόρους και πέντε πλατείες με ασθενικό και εγκαταλελειμμένο πράσινο αλλα θα προδιαγράφει την πορεία της πόλης μέσα απο τα νέα δεδομένα της ζωής και της τεχνολογίας.

Ενα ρυθμιστικό σχέδιο που θα αποβλέπει στο να εξυπηρετεί χωρίς τσιγκουνιές όσους θα γεννιούνται αντι των ιδιοκτησιακών ΕΓΩ εκείνων που θα αναχωρούν...

Οταν με το καλό ανασχεδιαστεί το κέντρο, οι προσωρινοί κάτοικοι των περιαστικών ζωνών θα ξανασκεφτούν εἀν προτιμούν τον κοινωνικό πλούτο του κέντρου απο την ερημιά των πράσινων ονείρων τους.

Η εμπειρία λέει ότι θα υπάρξει ένας συμβιβασμός ενδιαφερόντων που όμως θα λειτουργήσει δυναμικά και θα επεκταθεί στην ανάπλαση και των γύρω περιοχών και δήμων που μαζί θα δώσουν με την διαφορετικότητά τους τον πλούτο της νέας πόλης.

Να θυμίσω ότι μια πόλη ξεκινά να αναπτύσσεται απο το κέντρο όπου προσδιορίζονται όλες οι πολιτιστικές και διοικητικές της δομές. Τα πολιτιστικά μνημεία είναι συνήθως το σήμα κατατεθέν μιας πόλης.

Στην Αθήνα, αν δεν είχαμε την κλασσική μας κληρονομιά, θα αντιμετωπίζαμε σοβαρά προβλήματα ταυτότητας και αναφοράς. Για το λόγο αυτό ένας επανασχεδιασμός θα αποβλέπει στο να αναδείξει τον υπάρχοντα πολιτισμικό πλούτο διαμορφώνοντας ένα ιστό αναφοράς πολύ ποιο φιλόδοξο απο τους σημερινούς στόχους της συνένωσης των αρχαιολογικών χώρων.

Παραμένει όμως το θέμα του ρυθμού υλοποίησης αυτής της ολικής επαναφοράς στην πόλη μνημείο και ταυτόχρονα στην πόλη χαράς. Άλλωστε σε αυτό θα απέβλεπε ο συγκερασμός των αναγκών διαβίωσης του σύγχρονου κατοίκου της Αθήνας σε ένα χώρο παντοτινής μνημειακής μεγαλοπρέπειας.

Εάν όμως δεν βρεθεί τρόπος να επιταχυνθεί ο ρυθμός υλοποίησης τα αποτελέσματα θα είναι μια φτωχική επανάληψη όσων συνέβησαν ήδη και μία νέα κακέκτυπη πόλη θα επαναδιαμορφωθεί πάνω στα ερείπια των ρημαγμένων απο εγκατάλειψη σπιτιών του κέντρου.

Για αυτή την επιτάχυνση θα πρέπει να προχωρήσουμε στη δεύτερη λύση που προϋποθέτει την κατάρριψη του ταμπού των υψηλών κτιρίων αντιμετωπίζοντας ριζικά κάθε αίσθημα υψοφοβίας με όσα προσφέρει η σύγχρονη κατασκευαστική τεχνολογία.

Όμως, με το υψοφοβικό σύνδρομο των Αθηναίων θα ασχοληθούμε αναλυτικά την επόμενη εβδομάδα.