(Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ την 3η Ιουλίου 2009)
Στο προηγούμενο άρθρο αποφάσισα να ασχοληθώ με το τεράστιο πρόβλημα της Αθήνας και για την ακρίβεια του Αττικολεκανοπεδίου, που αναπτύχθηκε άναρχα και χωρίς όρια, χάριν μιας ιδιόμορφης λογικής ανεξέλεγκτης επέκτασης στην εκάστοτε περιαστική ζώνη που αν υπήρχε σχετική μέριμνα θα προφυλασσόταν ως κόρη οφθαλμού απο την πολιτεία.
Είναι προφανές οτι τέτοια βούληση δεν υπήρξε ποτέ ενώ τα πραγματικά αίτια δεν ήταν οι επιτακτικές οικιστικές ανάγκες των εγκαθιστάμενων κατά κύματα νεοκατοίκων της Αθήνας αλλά η άγνοια και η αδιαφορία εκείνων που είχαν την ευθύνη να πουν το «μέχρις εκεί...»
Δεν το είπαν ποτέ, αν και μπορούσαν, διοτι δεν πέρασε καν απο την σκέψη τους το πως πρέπει να αναπτύσσεται μια οργανωμένη πόλη.
Αργότερα, κυκλοφόρησαν πολλές φήμες για τα “αίτια” που οδήγησαν σε αυτή την άναρχη επέκταση. Εκ των υστέρων πολλά είναι τα τραγούδια που ξέρει ο κάθε διαγωνιζόμενος...
Έτσι ειπώθηκε οτι ήταν τα συμφέροντα της μικροιδιοκτησίας ή τα συμφέροντα των εργοστασιαρχών που ήθελαν τους εργάτες έξω απο την μάνδρα των εργοστασίων τους για να μη χασομερούν στις βάρδιες ή οι πιέσεις και οι στρατηγικές των κυβερνώντων στην χειραγώγηση των ψηφοφόρων τους και άλλα πολλά...
Στην πράξη, οι κυβερνώντες απλά στερούνταν την στοιχειώδη καλλιέργεια και γνώση που συναντά κανείς σε βασικά εγχειρίδια πολεοδομικών κανόνων που συνέγραψαν φημισμένοι πολεοδόμοι με όραμα και ενδιαφέρον για τον άνθρωπο της πόλης.
Επιπλέον, όταν στερείσαι γνώσης αλλά και της καλλιέργειας που εκφράζει η νοοτροπία του προγραμματισμού, είναι εύκολο να βρίσκεις δικαιολογίες για τα αίτια της αδράνειας όπως τάχα το ιδιοκτησιακό καθεστώς των περιαστικών ζωνών, το κόστος προγραμματισμού και εφαρμογής των ρυθμιστικών πλάνων και η εκνευριστικά επαναλαμβανόμενη αναφορά στην Ελληνική πραγματικότητα...
Έτσι μείναμε στην Ελληνική πραγματικότητα, αναβάλαμε κάθε σοβαρή προσπάθεια σχεδιασμού και οριοθέτησης των χρήσεων γής και αρχίσαμε να βράζουμε στο ζουμί του ίδιου μας του εαυτού.
Ναι βράζαμε και συνεχίζουμε να βράζουμε μόνο που όσο και αν ήταν το ζουμί τελείωσε και κινδυνεύουμε πλέον να μετατραπούμε σε απανθρακωμένο υπόλειμμα στο βάθος της αστικής μας κατσαρόλας ή κατά άλλους οικιστικής χαβούζας.
Στο κείμενο της περασμένης Παρασκευής αναφέρθηκα σε μια απο τις ενδεικνυόμενες τακτικές στην αναβάθμιση του αστικού μας περιβάλλοντος μέσω μιάς σταδιακής αναμόρφωσης των οικιστικών περιοχών, αφού προηγηθεί ένα ρυθμιστικό πλάνο που θα προδιαγράφει με ρεαλισμό τις αυριανές λειτουργίες της πόλης, τους πιθανούς παροχείς υπηρεσιών ανα κλάδο και ζώνη συγκέντρωσής τους (εφόσον δεν θα υπάρχουν βιομηχανίες) και τα γενικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά που θα επιτρέπουν μια ανεκτή ποιότητα ζωής σε μια μεγαλούπολη των 5 - 8 εκατομμυρίων κατοίκων.
Είναι δυνατόν να αναπτύσσεται μια πόλη, έστω 5 εκατομμυρίων κατοίκων, με απόλυτη εσωστρέφεια, χωρίς βιομηχανική παραγωγή που δικαιολογεί και τον τίτλο “Παραγίνανε πολλοί οι λοχίες αλλά φύγανε οι φαντάροι...” και χωρίς παροχή υπηρεσιών μεγάλης εμβέλειας που θα περιλαμβάνει αναγκαστικά και τις χώρες της Βαλκανικής;
Είναι δυνατόν να αναπτύσσεται μια πόλη 5 εκατομμυρίων κατοίκων, με ένα σύστημα αυτοεξυπηρέτησης, ανακυκλώνοντας το χρήμα εσωτερικά;
Είναι δυνατόν να έχουμε μία πόλη που ο ένας θα αγοράζει τις υπηρεσίες του άλλου και αυτή ταυτόχρονα θα αναπτύσσεται;
Ασφαλώς όχι διότι τέτοιες πόλεις έχουν προ πολλού εκλείψει όπως φανερώνει ακόμα και μια επιπόλαιη αναφορά στην ιστορία των πόλεων σε παγκόσμια κλίμακα.
Ιστορικά, όλες οι πόλεις αναπτύσσονταν επειδή κατάφερναν να συσσωρεύουν πλούτη που έφερνε η ανταλλαγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών.
Εμείς εδώ σε ποιους πουλάμε τις υπηρεσίες μας, εκτός της Ελληνικής επαρχίας, και τι εμπορεύματα παράγουμε ή διαθέτουμε;
Ποια πλούτη θα φέρουμε απο το εξωτερικό όταν θα τελειώσουν οι κοινοτικές εισροές και το τέχνασμα της μετακύλισης του δανεισμού στις μεταγενέστερες γενεές;
Ποια πλούτη θα φέρουμε αν η δοκιμαζόμενη ναυτιλία μας δεν ανακάμψει ώστε να παραμείνει ο δεύτερος πόρος εισροών μετά τον τουρισμό...
Δεν έλαβα ίσως υπόψη τον τουρισμό αλλά ποιόν ακριβώς τουρισμό, αυτόν που αναπτύξαμε με τις κακότεχνες υποδομές μας και την ολέθρια συμπεριφορά μας σε όσους είχαν την ατυχία να τις χρησιμοποιήσουν;
Ευτυχώς που κάποιες διεθνείς αλυσίδες ξενοδοχείων επέμειναν να προσφέρουν το επίπεδο διακοπών που αξίζει να θυμάται κανείς.
Ευτυχώς που τελευταία υπήρξαν αρκετοί μικροϊδιοκτήτες που ενσωμάτωσαν την θήτευσή τους στο εξωτερικό σε χαριτωμένα καταλύματα που υποδέχονται πρόσχαρα τους ενοίκους τους έστω και με υπερβολικό τίμημα...
Την Αθήνα επομένως θα πρέπει να μετατρέψουμε σε μια πόλη πρόσχαρη και βιώσιμη ώστε να διαμορφώσουμε επιτέλους εκείνο το αίσθημα ενδιαφέροντος που προσελκύει πολυπληθείς επισκέπτες σε άλλες μεγαλουπόλεις, ιδιαίτερα όταν η δική μας υπήρξε κάποτε η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού.
Χώρους όμως δεν διαθέτει για μια τέτοια βιωσιμότητα η Αθήνα μας και θα πρέπει σύντομα να ξεκινήσει ένα συστηματικό και μεγάλης έκτασης γκρέμισμα όσων περιοχών προβλέπεται κατά προτεραιότητα να αναγεννηθούν ώστε να προσφέρει την αναμενόμενη ποιότητα ζωής σε μόνιμους κατοίκους αλλά και σε επισκέπτες.
Εν τω μεταξύ οι αστοί που εγκατέλειψαν το ανυπόφορο πλέον κέντρο θα απολαμβάνουν την ησυχία του σημερινού περιάστεως.
Όμως μια τέτοια τακτική δεν αρκεί.
Όσο και αν το Αττικολεκανοπέδιο διαθέτει τεράστιους ανεκμετάλλευτους ή απαξιωμένους χώρους όπως οι αλάνες παλαιών βιομηχανικών εγκαταστάσεων που δεν πρόκειται να ανασυσταθούν, οι χώροι αυτοί δεν επαρκούν.
Για να δημιουργήσουμε ικανοποιητικούς χώρους θα πρἐπει να επιλεχτούν οι περιοχές όπου η καθ’ύψος δόμηση θα απελευθερωθεί χωρίς υψοφοβικά σύνδρομα.
Βέβαια το υψοφοβικό σύνδρομο αποτελεί την συνηθέστερη δικαιολογία ενώ κανείς δεν πρότεινε το να μετατραπεί η Αθήνα σε ένα νεο Μανχάταν...
Αν το επιχειρούσαμε θα είχαμε μια πόλη έτοιμη να ικανοποιήσει πληθυσμό μεγαλύτερο των 20 εκατομμυρίων, κάτι που ούτε θέλουμε ούτε αποτελεί ανάγκη που να πηγάζει απο κάποια στρατηγική όπως π.χ αυτή της γιγάντωσης της Κωνσταντινούπολης με πληθυσμό 18 εκατομμυρίων ώστε να εγκαταλειφτεί κάθε όνειρο και κάθε εθνικιστική βλέψη των Ελλήνων για την προσάρτησή της.
Πολυ πιο αληθινή ακούγεται η δικαιολογία της μικροιδιοκτησίας. Το παλαιό σύστημα αντιπαροχής δεν πρόβλεπε κανένα κίνητρο όπως αλλού ώστε να διευκολυνθεί η συνεργασία των πολλών ιδιοκτητών με τους κατασκευαστές για την τελική μεγιστοποίηση του συνολικού οφἐλους.
Ο καθείς έμενε με τα χιλιοστά της ιδιοκτησίας του κάτω απο το μαξιλάρι του ή κουβαλώντας τα σαν φυλαχτό στον κόρφο του. Οι προτάσεις ανταλλαγής ακούγονταν σαν κακόγουστα ανέκδοτα..
Σήμερα όμως η ευκαιρία θα εμφανιστεί σε εκείνες ακριβώς τις περιοχἐς που δεν επιδέχονται βελτίωσης, όπως τα πυκνοδομημένα τετράγωνα βιομηχανικών και αστικών περιοχών του κέντρου που καταρρέουν και θα συνεχἰσουν να καταρρέουν σε ένα κλίμα διευρυνόμενης εγκατάλειψης και γκετοποίησης.
Εκεί που θα έχαναν οι ιδιοκτήτες τους κάθε ελπίδα ανάκαμψης της περιουσίας τους, θα τους δοθεί τώρα η εναλλακτική δυνατότητα να συνεργασθούν με τα χιλιοστά των γειτόνων τους και να σπείρουν τους πρώτους σπόρους αναγέννησης της πόλης.
Τα νέα ψηλά κτίρια της Αθήνας δεν θα είναι απαραίτητα γυάλινα κτίρια όπως χαιρέκακα αποστρέφονται οι λάτρεις του οριζόντιου γιγαντισμού που έφερε την Αθήνα στο σημερινό απόλυτο αδιέξοδο.
Όσο και αν επι χρόνια επέβαλαν μια ανάπτυξη στα μέτρα των δικών τους μικροσυμφερόντων, κάτω απο ένα κυβερνητικό μηχανισμό στο σκοτάδι της άγνοιας και της αδιαφορίας, σήμερα θα ανακόψουν πρύμνα λόγω της νέας πραγματικότητας.
Τα ψηλά κτίρια θα κατασκευάζονται πλέον από εταιρίες που θα έχουν υψηλά επίπεδα τεχνικής επίδοσης και εμπειρίας ενω θα προσφέρουν και στα μνημειακά χαρακτηριστικά της αναγεννόμενης πόλης των Αθηνών.
Λόγω μεγάλου ύψους θα αφήνουν τεράστια επιφάνεια εδάφους σε χρήσεις προς τέρψη των ιδιοκτητών αλλά και των περιοίκων τους.
Τα ψηλά κτίρια της νέας Αθήνας θα σχεδιάζονται απο αρχιτέκτονες και οχι πολιτικούς μηχανικούς, όπως συνήθως συνέβαινε μέχρι σήμερα, και θα συνδυάζουν την ικανοποίηση των αναβαθμισμένων αναγκών των κατοίκων της πόλης με εκείνες του πολεοδομικού και ρυθμιστικού σχεδίου λειτουργίας και ανάπτυξής της.
Τα ψηλά κτίρια σε συνδυασμό με τις υποδομές μεταφοράς ενός σύγχρονου ρυθμιστικού θα αποτελέσουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την συγκέντρωση των κυβερνητικών γραφειακών αναγκών και των διοικήσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Αυτά ακριβώς θα είναι και τα πρώτα παραδείγματα μίας νέας και πολλά υποσχόμενης οικιστικής αναβάθμισης της Αθήνας με χώρους αναψυχής και διαβίωσης αντίστοιχους των σημερινών αναγκών όπως ακριβώς επιβάλει μια εντελώς διαφορετική απο το παρελθόν περιβαλλοντική συνείδηση.
Για τους λάτρεις του παραδοσιακού και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Αθήνας (ελαχίστης δυστυχώς συγκρινόμενης ακόμα και με πόλεις της βαλκανικής) θα είναι επίσης εύκολο να συνδυασθούν στους απελευθερωμένους χώρους τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα που θα αποδοθούν ανακαινισμένα σε πλήρη εμπορική και οικιστική χρήση ως ζωντανά μνημεία μια πόλης που δεν υπάρχει πια.
Αν δε αυτή η κληρονομιά συνδυαστεί με τις αρχαιότητες που θα ανασκαφούν στους ελεύθερους χώρους, θα δώσει στην πόλη της Αθήνας μια πραγματικά μνημειακή διάσταση, καθιστώντας την παγκόσμιο πόλο έλξης επισκεπτών που δεν θα έχουν ακούσει μόνο για την Ακρόπολη.
Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...
Παραγίνανε πολλοί οι λοχίες αλλά φύγανε οι φαντάροι... (Μέρος 2ο)
Αναρτήθηκε από Παναγιώτης Μπαζιωτόπουλος στις Friday, July 03, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment