Νίκος Γκαζογιάννης
Το 2009 είναι έτος μνήμης του Ποντιακού Ελληνισμού. Από την αρχἠ του έτους πολλές εκδόσεις έφεραν την ξεχασμένη υπόθεση του Ποντιακού αφανισμού από τον Τουρκικό Εθνικισμό στο προσκήνιο.
Για πολλά χρόνια το θέμα είχε ξεχαστεί λες και δεν υπήρχαν Ελληνοπόντιοι και όσοι υπήρχαν έπρεπε να αγνοηθούν μαζί με την ιστορία τους.
Όταν δεν αναφερόμαστε δεικτικά στην αφέλεια των Ποντίων, ανεκδοτολογόντας, όπως οι Εγγλέζοι με τους Ιρλανδούς, τους αποκαλούμε συλλήβδην Ρωσοπόντιους... Ελληνοπόντιους ποτέ... Υπήρξε άραγε τέτοιος λαός αναρωτιούνται οι περισσότεροι από εμάς και ας ήταν ο Πόντος η τελευταία επαρχία του Βυζαντίου που έπεσε στα χέρια των Τούρκων και ας είχε ανακηρυχτεί ανεξάρτητη επαρχία με την συνθήκη των Σεβρών.
Είναι απορίας άξιο πως ξέρουμε τόσο λίγα για τον Ποντιακό Ελληνισμό και πόσο αγνοούμε την τραγωδία του ξεριζωμού του.
Μετά την προσπάθεια εξομάλυνσης και στρογγυλέματος των γεγονότων που προκάλεσε ο εθνικισμός αμφοτέρων των λαών, Τούρκων και Ελλήνων, με παρεμβάσεις τύπου “συνωστισμός” στην περιγραφή των αγωνιούντων κατοίκων στην προκυμαία της καιγόμενης Σμύρνης, ίσως και να είχαμε ξεχάσει εντελώς την Ιστορία των Ποντίων.
Ευτυχώς που το 2009 ορίστηκε ως έτος μνήμης της Ποντιακής τραγωδίας, μιας ακόμα τραγωδίας ανθρώπων που αισθάνονταν περισσότερο Έλληνες από εμάς που φέρνουμε, συχνά με έπαρση, τον τίτλο του αυτόχθονα.
Πολλοί ίσως επιμείνουν ότι το παρελθόν είναι παρελθόν και δεν θα κερδίσουμε τίποτα με το να το ανασκαλεύουμε ξύνοντας τις πληγές του έθνους μας αλλά αντίθετα θα αποκομίσουμε πολλά περισσότερα οφέλη αν λειάνουμε την ιστορική μας μνήμη διασκεδάζοντας αυτή μας την επιπολαιότητα με κρίσεις φιλίας εν μέσω Ζειμπεκιών, από εκείνες που οι Ζεϊμπέκηδες χόρευαν όταν γλεντούσαν την σφαγή του Ελληνισμού...
Ειλικρινά δεν έχω καταλάβει πως ένας ολόκληρος λαός μπορεί να χορεύει το χορό των σφαγέων του, όσο λεβέντικος και αν είναι...
Δεν έχω καταλάβει πώς μετά από μερικές Ζειμπεκιές δώσαμε το ΟΚ στην Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ιστορίας του ΑΠΘ, να εξομαλύνει δια του συστήματος της περικοπής την ιστορική μας μνήμη.
Πολλοί ξέχασαν ή δεν αντιλήφθηκαν ότι το θέμα με το βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού δεν ήταν άλλο από την ευφυή εξομάλυνση σε οτιδήποτε ισχυρίζονται κάποιοι ότι ρίχνει λάδι στη φωτιά της εχθρότητας των γειτονικών μας λαών. Κατά τα άλλα πρόκειται για ένα καλοτυπωμένο και σύμφωνο με την νέα εκπαιδευτική αντίληψη βοήθημα που απομακρύνει από τα στερεότυπα της αποστήθισης της ύλης διευκολύνοντας την αναλυτική σκέψη και έρευνα.
Δεν θεωρώ ότι είμαι παλιομοδίτης ή εθνικιστής επειδή επιμένω να αναρωτιέμαι πως ένας λαός θα αντιμετωπίσει έναν άλλο και γείτονά του που αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς φέρνοντας στον κόσμο εκατοντάδες χιλιάδες νέων εμποτισμένων με ανθελληνικό πάθος.
Πως εμείς δηλαδή θα μιλάμε για συνωστισμούς και θα τραβάμε κουρασμένοι τον δρόμο που όρισε η υπογεννητικότητά μας και εκείνοι με τον δυναμισμό του νεανικού τους πληθυσμού θα συνεχίζουν να υποβλέπουν όχι κάποιες αμφισβητούμενες ζώνες και ξερονήσια αλλά όλη μας την επικράτεια! ΝΑΙ ΟΛΗ ΜΑΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ!!!
Με αυτές τις αδιέξοδες σκέψεις έχω μείνει συχνά να στήνω αναπάντητα ερωτήματα και να αγωνιώ μετά στο να βρω τις λύσεις... Ακόμα και αν ήμουν διπλωμάτης καριέρας ή κορυφαίος πολιτικός δεν θα είχα εύκολο δρόμο μπροστά μου...
Ως ένας απλός Έλλην όμως, συνεχίζω να αγωνιώ και αυτή την αγωνία ενισχύει η τάση για επίπλαστη καλοζωία, ακόμα και μέσα στην τρέχουσα οικονομική κρίση, που διακρίνει τους περισσότερους από μας.
Είναι η ίδια τάση που άφηνε τόσους πολλούς να αποκοιμούνται με την ελπίδα ότι οι γείτονες και φίλοι μας Τούρκοι θα είχαν ακόμα κάπου απομακρυσμένα στην μυστηριώδη ενδοχώρα τους, φυλακισμένους τους αγνοούμενους της Κύπρου που μόλις μάθαμε, από το έργο της ταυτοποίησης, ότι πετάχτηκαν άνανδρα δολοφονημένοι σε ξεροπήγαδο των κατεχομένων.
Ζούσαμε το όνειρο με την ελπίδα πέρα από κάθε λογική και βρεθήκαμε στην παγερή πραγματικότητα έτοιμοι να κάνουμε ακόμα μια τεμενάδα για να γλυκάνουμε πιότερο την υποβόσκουσα αντιπαλότητα των λαών μας.
Πιστεύσαμε και εδώ, στον ποιο πρόσφατο πόλεμο με την Τουρκία, που όμως φροντίσαμε με επιμέλεια να ξεχαστεί ότι ήταν πόλεμος με 4.000 νεκρούς στρατιώτες, Κύπριους και Έλληνες, ότι η φιλία ανασταίνει και νεκρούς. Πόλεμο, ποιο πόλεμο ρωτούσαν και ρωτούν με νόημα οι ιθύνοντες μοιράζοντας αναπηρικές συντάξεις αναφερόμενες στον πόλεμο της Κορέας...
Και με την Μικρασιατική καταστροφή και με τα ανοσιουργήματα κατά του Ποντιακού Ελληνισμού και με τις εγκληματικές ενέργειες κατά των Ελλήνων της Πόλης και αργότερα των Ελληνοκυπρίων φαντάρων το σκηνικό που προσπαθούμε να στήσουμε είναι ίδιο και απαράλλαχτο.
Σσσσστ... σιωπάτε... μην ξύνετε πληγές... Εμείς επιζητούμε πάντα την καλή γειτονία με όλους αδιακρίτως τους γείτονές μας... είναι η επίσημη θέση του Πρωθυπουργού της χώρας.
Άραγε πότε δεν την επιζητούσαμε την καλή γειτονία;
Μπορεί να πολεμήσαμε ενάντια στην Τουρκία στο πλευρό των Συμμάχων μας και να καταφέραμε με τον ευφυή και μελετημένο τυχοδιωκτισμό του Βενιζέλου να διπλασιάσουμε τη μικρή μας πατρίδα αλλά το επιπλέον δεν ήταν δική μας υπόθεση.
Άλλοι μας άναψαν το φυτίλι του εξεγερμού και άλλοι μετέφεραν τα στρατεύματά μας στη Μικρά Ασία το 1919. Δεν ήμασταν εμείς που τρελαθήκαμε να μπούμε σε αυτή τη δυσβάσταχτη περιπέτεια και δεν ήμασταν εμείς που την τραβήξαμε στα όρια μιας σχιζοφρενικής ήττας.
Όμως και μετά από την καταστροφή και την ανάγκη ανταλλαγής των πληθυσμὠν, οι μονομερείς πρωτοβουλίες (τεμενάδες) επανήλθαν με τον Μουσουλμανικό πληθυσμό της Θράκης να παραμένει σε αντιστοίχηση με εκείνον των Ελλήνων της Πόλης ενώ όταν καταδιώχθηκαν οι Πολίτες, μας έμειναν εχθρικό αμανάτι οι Μουσουλμάνοι. Σσσσστ... σιωπάτε... μη ξύνετε πληγές. Να έχετε μεγάλη καρδιά για όλους... μας συμβούλεψαν.
Όταν όμως ένας λαός ξύνει πληγές διατηρεί τουλάχιστον την ανάμνηση στην αίσθηση του πόνου... Παραμένει σε εγρήγορση.
Είναι αυτός ο πόνος του ξεριζωμού προς το τίποτα, προς την μη ελπίδα που αφηγείται με θαυμαστό τρόπο στην ιστορία της η Σάνο, μέσα από την ικανή πένα της κόρης της Thea Halo.
Ξεριζωμένη από μια ζωή σαν παραμύθι στο ορεινό χωριό του Αγίου Ιωάννη (Αϊοντόν στα Ποντιακά) η Σάνο, σε ηλικία εννέα χρόνων το 1920, με ολόκληρη την οικογένεια της που ζούσε αδελφωμένα με τους τότε τούρκικους πληθυσμούς, πριν το μικρόβιο του Εθνικισμού κυριεύσει και τα τελευταία ίχνη λογικής, σέρνεται επί εννέα μήνες μέσα από κακοτράχαλα βουνά για να φτάσει στη νότια Τουρκία κοντά στο Κουρδικό Ντιγιαρμπαρκίρ και να αφεθεί στην τύχη της χωρίς πρακτικά ελπίδες επιβίωσης....
Εκεί αφέθηκαν να πεθάνουν εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων του Πόντου, όσοι δεν πέθαναν από τις κακουχίες του δρόμου και της καταναγκαστικής εργασίας στα Τάγματα εργασίας.
Θυμάται κανείς κάτι αντίστοιχο που κάναμε εμείς στους Τούρκους πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών; Θυμάται κανείς να είχαμε βάλει ποτέ Τούρκους να πεθἀνουν μεταφερόμενοι άσκοπα από τη Μακεδονία στην Πελοπόννησο και τούμπαλιν; Είναι αυτό το ερώτημα που εντείνει την φρικτή αδικία απέναντι στον Ελληνισμό του Πόντου και της Μικράς Ασίας, αδικία αβάσταχτη και αξέχαστη.
Είναι αυτή η διαφορά μεταξύ των λαών μας που κάνει τις οδηγίες περί καλής γειτονίας να εκθέτουν τους εμπνευστές τους...
Δεν ξεχνάς πρώτος και δεν ξεχνάς όταν οι άλλοι δεν θέλουν να ξεχάσουν...
Και όμως η μεγαλοθυμία της Σάνο, όταν μετά την επιβίωσή της (όλη η υπόλοιπη οικογένεια χάθηκε από τις κακουχίες και την πείνα), το γάμο της με Χριστιανό Ασσύριο και τη ζωή της στις ΗΠΑ, όπου ευτύχησε να αποκτήσει δέκα παιδιά, δεν την άφησε να διατηρήσει κάποιο μίσος για τα εγκλήματα που υπέστη η οικογένειά της.
Στην επιστροφή στον τόπο της, το 1989, για να τονώσει τις θύμισες της παιδικής της ηλικίας, δεν βρήκε ούτε το Αϊοντόν ούτε το σπίτι της παρά ένα μικρό σωρό από πέτρες...
Ο Εθνικισμός των φίλων και γειτόνων μας δεν ανέχθηκε να μείνουν τα σημεία αναφοράς και αναμνήσεων των Ελλήνων και των Αρμενίων που ξεκληρίστηκαν χωρίς οίκτο κατ εντολή και με σύστημα από τον Ατατούρκ.
Τιμούν σήμερα οι Τούρκοι τον Ατατούρκ και εμείς πονάμε για την καταστροφή και τον πόνο που μας προκάλεσε ο ικανότατος αυτός εθνικιστής ηγέτης και ανανεωτής του φρονήματος των Τούρκων.
Ο πόνος της Σάνο συγκλονίζει όσο αυτή περιγράφει τις συνθήκες επιβίωσής της στην κακοτράχαλη Νότια Τουρκία, αλλά η δίψα της για ζωή και ο αγώνας της στις ΗΠΑ κάνουν την θλίψη συστατικό της πάλης για την ελπίδα που γλύκανε η ευτυχία της μεγάλης της οικογένειας.
Με τι άραγε θα γλυκάνουμε εμείς στη σύγχρονη Ελλάδα τον πόνο εκείνης της καταστροφής, της καταστροφής του Ποντιακού και Μικρασιατικού Ελληνισμού;
Κάποιοι επέλεξαν τις ζειμπεκιές και άλλοι το κολόβωμα των αναφορών της ιστορίας...
Εγώ δεν κατάφερα να γλυκάνω την θλίψη μου από την ιστορική μνήμη και φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσουν ούτε όσοι διαβάσουν την διήγηση της Σάνο. Το οφείλουμε όμως στη μνήμη όλων αυτών των ανθρώπων που ήταν Έλληνες και αγαπούσαν την Ελλάδα περισσότερο και από μας τους αυτόχθονες.
«Το μόνο που ξέρω
Είναι ότι σίγουρα
Δεν ξέρω τίποτα.
Μα αυτό είναι το μόνο
Που ξεχνάω ποιο συχνά...»
Σάνο
Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...
Ούτε το όνομά μου...
(Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ την 28η Αυγούστου του 2009)
“Γραμμένη από την κόρη της, την Thea, η βασανιστική αφήγηση της Σάνο για τον αφανισμό της οικογένειας και του κόσμου της ξεδιπλώνεται με τόσο ζωντανές λεπτομέρειες που κάθε σελίδα σκίζει το μυαλό και την καρδιά. Το βιβλίο «Ούτε το Όνομά μου» είναι έργο μεγάλης έντασης, αυταπόδεικτα ισχυρό και αληθινό...”
Αναρτήθηκε από Παναγιώτης Μπαζιωτόπουλος στις Sunday, August 30, 2009 3 σχόλια
Subscribe to:
Posts (Atom)