Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...

Τα τριτοκοσμικά και τα Κυβερνητικά, βίοι παράλληλοι...

(Το ακόλουθο άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ την 9η Απριλίου 2010)

Τις μέρες αυτές δεν σας κρύβω ότι με προβλημάτισαν κάποια πράγματα που παρατηρούσα περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της Κηφισιάς.

Είναι ένα από τα νεανικά μου χόμπι να παρατηρώ, να συγκρίνω και αναθεωρώντας να διορθώνω τις πληροφορίες που έχω συλλέξει στον «σκληρό δίσκο» του εγκεφάλου μου.

Πριν καλά-καλά ξεμυτίσω από το σπίτι που μένω, μέτρησα, σε απόσταση 100 μέτρων, τρία ολοκαίνουρια αυτοκίνητα... Δεν πρόλαβα να φτάσω στη γωνία του πρώτου νεοδιαμορφωμένου με κυβόλιθους δρόμου και νάσου το τέρας... Τρόμαξα αλλά εσείς τουλάχιστον που με διαβάζετε κρατάτε την απόσταση ασφαλείας από το γεγονός και δεν θα πρέπει να ανησυχείτε.

Το τέρας ήταν ένα ολοκαίνουργιο μαύρο Hummer από αυτά που η Αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία εγκαταλείπει και ξεπουλιούνται σε τιμές χονδρικής σε αντιπροσώπους τριτοκοσμικών χωρών με δυνατές ελίτ ώστε αυτές να συνεχίσουν να ξεχωρίζουν από τις λαϊκές μάζες.

Θεωρούσα πως η χώρα μας έχει ξεφύγει από το τριτοκοσμικό της σύνδρομο αλλά οι διαψεύσεις έρχονται η μια πάνω στην άλλη.

Το σε τι χρειάζεται ένα Hummer στην Ελλάδα με τους στενούς δρόμους και μάλιστα σε μια εποχή που τα καύσιμα ανέβηκαν ήδη κατά 40% είναι ένα ερώτημα που δεν έχω ακόμα απαντήσει.

Την επομένη παρατηρούσα στον ίδιο δρόμο και έμεινα ακόμα ποιο έκπληκτος. Στο ίδιο περίπου σημείο είχε σταθμεύσει ένα άσπρο αυτή τη φορά Hummer ιδίων προδιαγραφών. Να μην παραλείψω ότι ακόμα ένα μαύρο Hummer είχε σταθμεύσει για λίγο σε μικρή απόσταση από το προηγούμενο επιτρέποντας στη νεαρά οδηγό του να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της στην παρακείμενη ξένη τράπεζα.

Είμαι βέβαιος ότι κάποιοι περαστικοί θα με είδαν να παρατηρώ με έκπληξη τα οχήματα αυτά ή ακόμα και να παραμιλώ όπως τα μικρά παιδιά όταν αντιμετωπίζουν τον “θαυμαστό” κόσμο των μεγάλων. Δεν κρύβομαι από το να ομολογώ αυτή την παιδική μου αφέλεια και ας έχω προ πολλού πατήσει τα 50...

Όμως, δεν είμαι παιδί. Άλλο η αφέλεια και άλλο η έκπληξη από την συνειδητοποίηση ότι κάτι περίεργο συμβαίνει σε αυτή τη χώρα...

Έχουν ήδη ανακοινωθεί τα πρώτα σκληρά οικονομικά και σε σημαντικό βαθμό αδιέξοδα ή και άδικα μέτρα της κυβέρνησης για τον περιορισμό της σπατάλης και αναρωτιέμαι αν, εκείνοι που τρέχουν να αντιδράσουν πριν καν επεξεργαστούν τα αίτια που μας οδήγησαν σε αυτά, έχουν άδικο ή δίκιο.

Αν ψάξουμε να βρούμε τη ρίζα του κακού, εκείνο που γίνεται σχεδόν άμεσα προφανές είναι ότι υπερδανειζόμασταν σε μια περίοδο που ήμασταν ήδη υπερχρεωμένοι.

Δεν ξέρω πως κάποιος μπορεί να υπερχρεώνεται και να συνεχίζει την υπερκατανάλωση εκτός αν έχει τόσο πολύ παρασυρθεί από τις προκλήσεις των διαφημιστών και του Μάρκετινγκ ώστε να αφήσει το συμμάζεμα για την επόμενη μέρα που ποτέ δεν έρχεται.

Αναμφίβολα το να βλέπεις τις προκλήσεις των Hummer παίζει το ρόλο του. Μπορεί να μην αγοράζει ο μέσος πολίτης ένα τέτοιο όχημα αλλά ανταγωνίζεται με τον τρόπο του τον επιδειξία οδηγό, στο μέτρο που του επιτρέπουν οι δυνάμεις του ή μάλλον οι δυνάμεις του τραπεζίτη που τον υπερδανείζει.

Όταν όμως ακολουθείς τις προκλήσεις έξω από τις δυνάμεις σου κάποτε θα λαχανιάσεις και θα συνειδητοποιήσεις ότι δεν είσαι έτοιμος για μαραθώνιο. Αυτός θέλει άλλου επιπέδου προπόνηση και ασφαλώς λίγοι θα τον τρέξουν και ελάχιστοι θα φτάσουν με κάποιο αξιοπρεπή χρόνο στο τέρμα.

Και όμως, αυτό το λογικό συμπέρασμα αντικαθίσταται, συχνότερα από ότι θα ανέμενε κάποιος, από την παρόρμηση ενός ακατάληπτου ανταγωνισμού, έξω από κάθε λογική. Όχι, και εγώ θα τρέξω στον μαραθώνιο, και εγώ θα φέρω όσο καλό χρόνο έφερε εκείνος...

Σε αυτό τον παραλογισμό, αντί να βλέπουμε τα συνδικάτα των εργαζομένων να φροντίζουν να ενημερώσουν και να συνεφέρουν τα υπεραισιόδοξα μέλη τους, τα βλέπουμε να ενισχύουν το πάθος τους σε ένα ατελέσφορο και αδιέξοδο ανταγωνισμό.

Όχι μόνο δεν διακρίνουν ότι εκείνο που εκφράζει το επίπεδο κατανάλωσης είναι η συγκριτική ανταγωνιστικότητα έναντι άλλων χωρών με την οποία παράγεται ο πλούτος αλλά επιτίθενται με απαιτήσεις ακόμα και διπλασιασμού του ελάχιστου μισθού, μια τακτική που θα φέρει σε απόλυτο αδιέξοδο πάρα πολύ κόσμο, ιδιαίτερα στα άκρα το εργασιακού κύκλου. Αντί δηλαδή να επικρατεί το ας πληρωνόμαστε όλοι με λιγότερα επικρατεί το ας πάρω εγώ αυτό που θέλω και εσύ φρόντισε για τον εαυτό σου.

Τα συνδικάτα επομένως ενεργούν με όρους που κάθε άλλο παρά αισθήματα αλληλεγγύης και ισότητας εκφράζουν πλην του πυρήνα των μελών τους.


Αν θελήσουμε να δούμε τι έγινε στη Γερμανία από τις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν αντιμετώπισαν τα κόστη των επενδυτικών αναγκών της συνένωσης με την Ανατολική ζώνη, θα διαπιστώσουμε ότι τα συνδικάτα εκεί συνέργησαν ώστε να διαφυλάξουν χαμηλά τις μισθοδοτικές απαιτήσεις του εργατικού δυναμικού ακόμα και έναντι χωρών με λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες.

Έτσι ενώ στη Γερμανία, μεταξύ 1995 και 2006 οι μισθοί αυξήθηκαν μόνο κατά 9.5%, στη Γαλλία, Ισπανία και Βρετανία οι αυξήσεις ήταν 49, 103 και 128% αντίστοιχα.

Αυτό οδήγησε σε σταδιακή μείωση της εγχώριας ζήτησης προϊόντων, άρα και των εισαγωγών, οι οποίες την προαναφερθείσα δεκαετία αυξήθηκαν στη Γαλλία, Ισπανία και Βρετανία κατά 29, 61, και 128% έναντι μόλις 9% της Γερμανίας.

Η συνέπεια αυτών των αυστηρών μέτρων συγκράτησης των μισθών ήταν το Γερμανικό κατά κεφαλή ΑΕΠ να μειωθεί το 2009 σε 29.100 ευρώ, που είναι χαμηλότερο από αυτό της Γαλλίας.

Αυτή την πολιτική συνέχισε να υπερασπίζεται σήμερα η Γερμανία διότι μόνο έτσι θεωρεί ότι θα παραμείνει ανταγωνιστική έναντι του νέου γίγαντα του διεθνούς εμπορίου, της Κίνας, η οποία το 2009 την ξεπέρασε ως πρώτη πλέον εξαγωγική δύναμη στον κόσμο.

Οι φωνές εντός και εκτός της Γερμανίας για την αναστροφή αυτής της πείσμονος πολιτικής χαμηλών μισθών είναι πολλές αλλά αντίστοιχα πολλοί είναι και εκείνοι που επιμένουν ότι οι υψηλότεροι μισθοί δεν αποτελούν τη λύση στην ευρωπαϊκή ανισορροπία των ελλειμμάτων του Νότου έναντι των πλεονασμάτων του Βορρά. Εκτός του ότι με τον τρόπο αυτό η Γερμανία αντιπαλεύεται την ανεργία, διαμορφώνει ανταγωνιστικές τιμές για τα υψηλής ποιότητας βιομηχανικά προϊόντα της.

Όπως ισχυρίζεται ο πρόεδρος του Κέντρου Οικονομικών Μελετών Otmar Issing, “θα ήταν παρανοϊκό να αυξήσουν οι Γερμανοί την εσωτερική ανεργία για να βοηθήσουν τις ελλειμματικές χώρες της ΕΕ. Αντίθετα μια τέτοια πράξη θα έφερνε ακόμα μεγαλύτερη παραγωγικότητα στη Γερμανία, ακόμα υψηλότερους μισθούς και ακόμα μεγαλύτερες ψευδαισθήσεις στις ελλειμματικές χώρες που θα καθυστερούσαν περαιτέρω τις αναγκαίες δομικές αλλαγές ώστε να γίνουν κατά το δυνατόν και αυτές ανταγωνιστικές’’.

Με αυτή τη θέση συμφωνεί και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος της Γερμανίας Ulrich Wilhelm ο οποίος τόνισε πρόσφατα ότι όχι απλά η Γερμανία αλλά ολόκληρη η Ευρώπη πρέπει να γίνει ποιο ανταγωνιστική στο νεο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. “Αν ολιγωρήσουμε εμείς, λεει ο Ulrich, τότε οι Κινέζοι θα μας αντικαταστήσουν. Αν η Γερμανία γίνει ολιγότερο ανταγωνιστική τότε όλη η Ευρωζώνη θα γίνει λιγότερο ανταγωνιστική”.

Η μόνη εναλλακτική λύση φαίνεται να είναι η μεταφορά του ελλείμματος εκτός Ευρωζώνης φορτώνοντας τις ακριβά παραγόμενες υπηρεσίες σε τρίτες χώρες αλλά κάτι τέτοιο φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο σε περίοδο παγκοσμιοποιημενης κρίσης και εν μέσω του σκληρού ανταγωνισμού από την Κίνα.

Οι δυνατότητες επομένως επιβίωσης μιας χώρας που δεν περιμένει έξωθεν βοήθεια και αρωγές, όπως μέχρι τώρα η Ελλάδα, είναι καθαρές και απλές και ας λαϊκίζουν ανέξοδα οι πολιτικοί των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης συμπεριλαμβανόμενης της χώρας μας.

Η σκληρότητα της Γερμανικής εξωτερικής πολιτικής είναι η μόνη ελπίδα για χώρες με ελλειμματικές οικονομίες όπως η Ελλάδα να έρθουν στα συγκαλά τους, να συνειδητοποιήσουν το ατελέσφορο των παρακλήσεων και να σηκώσουν τα μανίκια για πολύ σκληρή δουλειά που αν συνδυαστεί με ευφυείς και πρακτικές επιλογές θα φέρει το πολυπόθητο αποτελέσματα της απεξάρτησης της χώρας από τα ελλείμματα του υπερτροφικού δημόσιου τομέα.

Η επιδεξιότητα των επιλογών θα κριθεί από τον ορίζοντα αποτελεσματικότητας των μέτρων που αν περιοριστούν σε καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα, όπως φαίνεται μέχρι τώρα, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένα να αποτύχουν.

Η Ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να δείξει αποφασιστικότητα στην διαφάνεια των επιλογών της και στις αλλαγές που θα διαμορφώσουν ένα νεο επενδυτικό κλίμα. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι δυνατόν να γίνει με κατά μέτωπο επίθεση σε κάθε ιδιώτη που έτυχε να ζει σε ένα σπίτι που η κερδοσκοπία της γης προσδιόρισε αυθαίρετα ως παλάτι και οι υπηρεσίες του κράτους έτρεξαν υποκριτικά να το επικυρώσουν χλευάζοντας εμμέσως την νοημοσύνη μας.

Όσο είναι προκλητικές οι περιφορές των Hummer στα βόρεια προάστια σε περίοδο γενικευμένης οικονομικής κρίσης άλλο τόσο είναι προκλητική και η πολιτική της κυβέρνησης ενάντια στην ακίνητη περιουσία που όχι μόνο δεν θα βελτιώσει τις εισπρακτικές της προοπτικές αλλά θα την κάνει ιδιαίτερα ανίσχυρη εν μέσω ανάγκης για συσπείρωση και αποτελεσματικότητα.

Αναλογίζομαι ότι έτσι, σε μια επενδυτική έρημο όπως η χώρα μας, με έλλειμμα καινοτομικού αποθέματος και πρωτοβουλίας, εχθρικό δημόσιο τομέα που συνεχίζει εν μέσω κρίσης να ονειρεύεται αύξηση των θέσεων εργασίας, όπως έμελλε να διαπιστώσω τις προάλλες προσωπικά σε ζωτικό τομέα των δημοτικών μας υπηρεσιών, και με όλη την εργατική τάξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ενάντια σε κάθε πρωτοβουλία της, η κυβέρνηση είναι καταδικασμένη όχι απλά να αποτύχει αλλά να καθαιρεθεί χωρίς να μάθει ποιος την καθαίρεσε.

Μια αντίθετα ευφυής πολιτική θα ήταν να αφεθούν οι γενικές πρόσοδοι στα δοκιμασμένα πλαίσια που ήδη λειτουργούσαν χωρίς π.χ. αυξήσεις σε φόρους ιδιοκτησίας που κάνουν κάθε σκέψη για ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας να μοιάζει με αντικείμενο στην σφαίρα της φαντασίας.

Ευφυής πολιτική θα ήταν να διαμορφωθούν και οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές με ουσιαστικό εκσυγχρονισμό του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου που θα λειτουργούσαν υπέρ της προσέλκυσης επενδυτικών πρωτοβουλιών και ενάντια σε κάθε συγκεκαλυμμένη παραπολιτική και παραδικαστική εξουσία που εμποτίζει τις αποφάσεις της πολιτείας και την θέληση των επενδυτών προκαταβολικά με το δηλητήριο της απραξίας.

Η μείωση αντί της αύξησης των συντελεστών φορολόγησης αλλά με ταυτόχρονη αυστηροποίηση των ελέγχων του πόθεν έσχες θα ήταν επίσης ευφυής πολιτική.

Η Κύπρος πλούτισε επειδή έγινε ο πόλος έλξης των κεφαλαίων από την Ελλάδα και η Ελλάδα φτώχυνε επειδή έγινε ο τόπος εξόδου των κεφαλαίων.

Πολύ φοβάμαι ότι πολύ σύντομα αυτό που δεχτήκαμε ως ελπίδα ενάντια στην σκανδαλοθηρία και την ανικανότητα της προηγούμενης κυβέρνησης θα είναι μία μαύρη κηλίδα απραξίας και καταβαράθρωσης της οικονομίας που κανένα σκάνδαλο του παρελθόντος ή του μέλλοντος δεν θα μπορούσε να επιτύχει. Ας με διαψεύσουν.

Το Θείο δώρο ή μάλλον τα Θεία δώρα...

(Το ακόλουθο άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ την 1η Απριλίου 2010)

Το Θείο Δώρο μας το έδωσε επιτέλους η ΕΚΤ. Ας είναι καλά ο Μεγάλος του Έθνους «ευεργέτης» Jean-Claude Trichet. Θα ανασάνουν οι τράπεζές μας και μαζί τους όλοι εμείς, οι πειναλέοι για δανεισμό.

Όμως και ο άλλος, ο Πρόεδρος Σαρκοζί μας επεφύλαξε ακόμα ένα δώρο με την εξασφάλιση μικτής χρηματοδότησης από το ΔΝΤ και τα κράτη μέλη της ΟΝΕ, εάν συμβεί να την έχουμε απόλυτη ανάγκη. Τώρα όμως που το εξασφαλίσαμε, αυτό του Σαρκοζί εννοώ, δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε. Σαν βόμβα που μπορεί να εκραγεί μόλις την αγγίξεις είναι αυτό το δώρο. Αν δεν την χρησιμοποιήσεις τότε έχει την αξία ενός εκρηκτικού μηχανισμού που δεν έσκασε..., είναι απόλυτα άχρηστη για τον σκοπό που φτιάχτηκε Αν πάλι την χρησιμοποιήσεις τότε σκάζει στα χέρια σου και πας για αναπηρική σύνταξη.

Πως διαφορετικά θα μπορούσε να ερμηνευτεί η αξία ενός δώρου που το χρησιμοποιείς μόνο αν κινδυνεύσεις να πεθάνεις και αν το χρησιμοποιήσεις αυτή την ύστατη και αγωνιώδη στιγμή, μπορεί μεν να σωθείς αλλά ως ανάπηρος για την υπόλοιπη ζωή σου διότι από εκεί και ύστερα δεν υπάρχει τίποτα για να σε ξανασώσει ενώ έχεις ήδη χαρακτηριστεί ως ανυπόληπτος με ότι αυτό συνεπάγεται σε μια σχέση.

Βέβαια το ερώτημα είναι γιατί να βρεθείς στην ύστατη στιγμή. Γιατί μια χώρα που κατάλαβε ότι τα αστεία έχουν τελειώσει και οι χρηματοδοτήσεις μαζί με αυτά, να ζει με ψευδαισθήσεις ότι όλο και κάποιο αστείο θα ειπωθεί παρακάτω ώστε να διατηρείται το Ζορμπέϊκο και να έχει ο Θεός αδελφέ.

Από μικρός, ποτέ δεν κατανόησα την προοπτική του έχει ο Θεός... Αντίθετα το πρώτο πράγμα που ένιωσα στα μεταεφηβικά μου χρόνια ήταν ότι ο Θεός, όχι μόνο δεν έχει αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο έχει βαλθεί να πάρει κιόλας από εκείνους που ζουν με την ελπίδα...

Δυστυχώς, οι μόνοι που θα μπορούσαμε να έχουμε είμαστε εμείς οι ίδιοι, οι Έλληνες γηγενείς και νεόφερτοι, που μοιραζόμαστε αυτή την θαλασσοδαρμένη γωνιά της γης και γιαυτό γινήκαμε τόσο διαφορετικοί.

Φαίνεται ότι όπως η θάλασσα έτριψε τη στεριά δημιουργώντας άλλοτε κακοτράχαλα βράχια και άλλοτε γλυκές αμμουδιές που καμιά τους δεν μοιάζει με την άλλη, έτσι και εμείς πλαστήκαμε για να κουβαλάμε την ομορφιά και την ενέργεια της διαφορετικότητας.

Όσο ζούσαμε υπόδουλοι, αυτή η παραξενιά και αυτή η ενεργητικότητα μας έβγαινε σε καλό αν και μας ζόριζε πολύ. Μερικοί βιάστηκαν να καταλήξουν ότι αυτή η μορφή ζωής και διοίκησης είχε και τα πλεονεκτήματά της και που ξέρεις, αναλογίσθηκαν εκ των υστέρων, με τα χρόνια ο υπόδουλος αλλά σφριγηλός λαός θα κέρδιζε τον αφέντη του χωρίς να ρίξει ούτε μία ντουφεκιά... και έτσι αντί να γεννιόταν εκείνο το ψωροκρατίδιο του 1928, θα γινόμασταν άξαφνα μεγάλη και τρανή αυτοκρατορία στα θεμέλια εκείνης που θα ξέπεφτε και θα αφανιζόταν από την λαμπρότητά της αφεντοσύνης μας.

Όμορφα παιγνιδίσματα του νου, θα έλεγα, μόνο που η ζωή είναι πάντα ποιο πρακτική για να χωρατεύει ελεύθερα όπως ο νους.

Σήμερα καλούμαστε, μετά από πολλά χρόνια ελευθεριακής και ανέμελης ζωής, πότε ρίχνοντας τα βάρη στον ένα και πότε στον άλλο, πότε ακολουθώντας ως θέσφατο την γνώμη του ενός ξένου παράγοντα και πότε του άλλου, πότε πιστεύοντας πως βρήκαμε το πολιτικοκοινωνικό σύστημα που θα φέρει την ιδανική κοινωνία στην πόρτα μας και πότε θεωρώντας ότι αυτό ήταν μια οπτασία που έμελλε να χαθεί, τι είναι άλλωστε 70 χρόνια σοσιαλιστικού πειραματισμού μπροστά στην αιωνιότητα, να δούμε τα πράγματα σοβαρά.

Λέχτηκε από κάποιους, ότι τα διλήμματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι αντίστοιχα με εκείνα της μεταπολίτευσης αλλά φοβάμαι πως σφάλουν.

Τα διλήμματα της μεταπολίτευσης ήταν απλοϊκά μπροστά σε αυτά που θα αντιμετωπίσουμε στο άμεσο μέλλον διότι τότε η δημιουργική αισιοδοξία έπαλε στην καρδιά και έφερνε την ελπίδα. Είχαμε περάσει από την μαύρη εμπειρία του δικτατορικού ετσιθελισμού και αυτό μας δυνάμωνε και μας συσπείρωνε.

Με την μεταπολίτευση βρεθήκαμε μεν χωρίς τροχιά και στόχους αλλά ατσαλωμένοι από την ανέχεια της δικτατορικής περιόδου και έτοιμοι να κατακτήσουμε κάθε κορυφή και να αντιμετωπίσουμε κάθε δυσκολία.

Από τότε, τουλάχιστον από πλευράς ευημερίας, διανύσαμε όσο δρόμο είχαμε διανύσει από την Μικρασιατική καταστροφή. Τα πρόσωπά μας άλλαξαν και δείχνουν πλέον ανθρώπους εμφανώς καλοζωισμένους. Η ελπίδα όμως και η λάμψη για το αύριο έχει αρχίσει να ξεθωριάζει.

Τότε λέγαμε ότι θα σπουδάσω, θα πιάσω μια καλή δουλεία και θα τα βολέψω. Η οικογένεια μου θα ζήσει. Τώρα οι νέοι μας αναρωτιόνται αν θα πρέπει να σπουδάσουν εφόσον ένα απλό πτυχίο το μόνο που εγγυάται είναι μια θέση στην ανεργία. Κατήντησε να είναι ποιο εύκολο να βρεις εργασία ως ανειδίκευτος εργάτης παρά ως επιστήμονας. Οι σπουδές γίνονται ολοένα και ποιο αδιέξοδες.

Είναι επομένως αυτή, η πορεία προς το άγνωστο, που οδηγεί στην διάλυση των ατόμων και στην ψυχική τους καταρράκωση διότι τίποτα δεν είναι ποιο καταστροφικό από την έλλειψη σιγουριάς για το μέλλον.

Ίσως για μερικούς, μάλλον ελάχιστους, ο τυχοδιωκτισμός να αποτελεί τρόπο ζωής και το άγνωστο, εξάπτοντάς την φαντασία, να τους γεμίζει με δημιουργικότητα. Όμως αυτή η μερίδα του πληθυσμού αποτελεί ελάχιστη μειονότητα. Οι πολλοί θέλουν να ξέρουν τι θα μπορέσουν να κάνουν, αν θα μπορέσουν να βρουν εργασία με τα προσόντα που διαθέτουν ή σκοπεύουν να αποκτήσουν και ποια περίπου θα είναι αυτή.

Θα παραδεχτώ ότι στη χώρα μας το παρακάναμε με τις απαιτήσεις για σιγουριά και αυτό ίσως να έγινε η ρίζα του κακού. Παρασιγουρευτήκαμε για ένα κόσμο που δεν μας ανήκε αλλά εμείς θεωρούσαμε βέβαιο και σίγουρο... Παρασιγουρευτήκαμε με το να κτίζουμε την Αθήνα θεωρώντας ότι έτσι βρήκαμε δουλειά για όλους, για εμάς και τους μετανάστες, και πως τα χρήματα που βγάζαμε ο ένας πωλώντας στον άλλο ήταν ένας θαυμάσιος τροπος για να περνάμε ζωή χαρισάμενη.

Δεν πέρασε καθόλου από την σκέψη μας ότι όταν ο ένας πουλά στον άλλο συστηματικά και απρογραμμάτιστα σε μια μικρή οικονομία το ίδιο αγαθό, τότε θα έλθει κάποια στιγμή και ο εκφυλισμός της εσωγαμίας. Τι να τα κάνουμε τόσα ακίνητα όταν παραμένουμε εμείς και εμείς. Ποιος θα τα αγόραζε μετά από κάποια στιγμή και τι θα γινόντουσαν όλα όσα είχαν ήδη κτιστεί. Μήπως υπήρχε κάποιο κρυφό σχέδιο εισόδου εκατομμυρίων προσφύγων που κρατιόταν ως επτασφράγιστο μυστικό; Προφανώς όχι διότι κατοικία μπορεί να εύρισκαν αλλά εισόδημα από εργασία όχι.

Κάποια στιγμή ένας γνωστός Αρχιτέκτων μηχανικός φώναξε πως για να κατοικίσουμε όσα σπίτια κατασκευάζονταν στις αρχές του 2009 θα έπρεπε να ξεπεράσουμε σε γεννητικότητα τους Μουσουλμανικούς λαούς αλλά και πάλι θα μέναν κάποια άδεια... Έτσι εξηγείται και η αναφορά του πρώην Υπουργού κυρίου Σουφλιά για την Αθήνα των 8 εκατομμυρίων κατοίκων...

Κάπως έτσι, ανοργάνωτα όπως με τα σπίτια, λειτουργούσαμε και στον δημόσιο τομέα. Προσλαμβάναμε ως κράτος χωρίς όριο και μέθοδο για να λύσουμε το πρόβλημα της ανεργίας και χωρίς να υπάρχει πραγματική ανάγκη. Όμως μπορεί να μην είχαμε δουλειά αλλά είχαμε οργανογράμματα με πολλές κενές οργανικές θέσεις. Έτσι οι οργανικές κατήντησαν ο φερετζές της αμετροέπειας και της έλλειψης αισθήματος ευθύνης στο έργο του δημόσιου λειτουργού.

Κανείς δεν σκεπτόταν ότι τα οργανογράμματα με τις μυριάδες οργανικές θέσεις είχαν φτιαχτεί σε άλλες εποχές και ότι η αποδοτικότητα της εργασίας σε ένα συνεχώς εντεινόμενο ανταγωνιστικά περιβάλλον πρέπει να προσδιορίζεται από δυναμικά ανανεωνόμενους στόχους, τρόπους και μέσα λειτουργίας.

Η χρήση των υπολογιστών ως μέσων για την μείωση π.χ. των αναγκών ελέγχου με την χρήση πολλαπλών υπογραφών ελάχιστα κέρδισε έδαφος ενώ συχνά συναντούσαμε σε δημόσιες υπηρεσίες ένα νέο υπάλληλο να κάθεται δίπλα από τον υπολογιστή για να επικυρώνει υπογράφοντας τις εκτυπώσεις.

Έτσι οι άδειες οργανικές θέσεις παρέμεναν και παραμένουν οργανικές και ανεκπλήρωτες, πραγματικά μνημεία ανεπάρκειας υποβαθμίζοντας την νοημοσύνη ενός λαού με κινητικότητα και σπιρτάδα όπως τον έφτιαξε ο κακοτράχαλος αλλά όμορφος αυτός τόπος.

Και όσο οι οργανικές θέσεις παραμένουν οργανικές ή ακούγονται ειρωνείες για την «πετσέτα» του ξενοδοχοϋπαλλήλου, τόσο οι λοιποί θα χάνουμε ακόμα και αυτή την ευκαιρία να γίνουμε επαγγελματίες και να μη βλέπουμε τους τουρίστες ως θύματα προς εκτέλεση αλλά ως συνεργάτες και φίλους σε μια νέα σχέση που μπορεί να πρέπει να κρατήσει εάν είναι να κερδίσουμε από αυτήν.

Δεν είναι όμως μόνο η Οργανογραμμομανία, ούτε οι αμέτρητες, αλληλοσυγκρουόμενες και ανεδαφικές για την εποχή μας λοιπές πρακτικές του δημόσιου τομέα που εξοργίζουν και τον ποιο νηφάλιο νου. Την κατάσταση έρχεται να αποτελειώσει η ανεξήγητη αφοσίωση αρκετών σε δογματικές θεωρήσεις που ποτέ δεν εφαρμόστηκαν πραγματικά και σε ιδέες που ευτελίστηκαν πρώτα από εκείνους που επέμεναν στο θαύμα της συνεργατικότητας και του εργατικού αλτρουισμού.

Δυστυχώς για αυτή την μερίδα των πιστών, το θαύμα ούτε γεννιέται σε συνθήκες κρατικής θερμοκοιτίδας ούτε ανδρώνεται. Η ανθρώπινη φύση μερίμνησε ώστε όταν όλα είναι να μοιραστούν εσαεί στα ίσια αρκετοί θα κλέψουν και οι περισσότεροι απλά θα αδιαφορήσουν.

Το τι θα παράγει ένα τέτοιο κράτος παραμένει άγνωστο. Το σε ποιον θα πουλά ότι παράγει επίσης. Το πως θα εξασφαλίζει τα εισοδήματά του παρομοίως.

Αν δεν είχε δοκιμαστεί η ψευδαίσθηση της αέναης ισότητας θα μπορούσα να χαρακτηριστώ ως άδικος ή ακόμα και απάνθρωπα σκληρός.

Όμως το παράδειγμα της Κούβας φωνάζει και μας κρατά σε εγρήγορση. Αποφεύγουμε να θυμόμαστε ότι η μικρή αυτή χώρα παλεύοντας επί χρόνια με ένα γίγαντα στα σύνορα της παραμένει οικειοθελώς αποκλεισμένη. Κάπως έτσι θα ήταν και η χώρα μας εάν έκανε το μοιραίο λάθος να αποχωρήσει από την ΕΕ ακολουθώντας το Νέο-Δονκιχωτικό δόγμα που προτείνει η αριστερά.

Πιστεύει κάνεις ότι το ενδιαφέρον των Κινέζων και των Αράβων που ελπίζουμε να δούμε εκφραζόμενο σε μεγάλης κλίμακας επενδύσεις, λόγω της ύπαρξης μας εντός της ΕΕ και της ΟΝΕ, να συνεχιζόταν εάν βρισκόμασταν σε απομόνωση τύπου Κούβας;

Πιστεύει κανείς ότι οι χώρες αυτές, που μας βλέπουν ως τη φυσική δίοδο εκπλήρωσης των εμπορικών τους στόχων, θα δέχονταν συνεργασία με έναν λεπρό που θα έλειωνε στην απομόνωση έξω από τα τείχη της Νέας Ευρώπης; Προφανώς όχι.

Δυστυχώς για εμάς το Θειο δώρο της ΕΚΤ δεν προβλέπει καθόλου θαύματα και καθόλου πανάγαθους Θεούς που έχουν για μάς.

Ο κυνισμός της Αγγελας Μέρκελ έδειξε ακόμα μια φορά ότι οι λαοί που αναδύονται επανειλημμένα από καταστροφικές καταστάσεις για να ηγηθούν δεν αναλώνονται στη κατασκευή οργανογραμμάτων και οργανικών θέσεων αλλά στην παραγωγή και στην εξασφάλιση πελατών.

Εμείς αναλωθήκαμε πολύ στο φρόνημα του Ζορμπά και εφεύραμε το χαλαρά, χαλαρά και ακόμα ποιο χαλαρά. Ήλθε όμως η στιγμή που αν δεν αλλάξουμε θα βουλιάξουμε και κανείς πλέον εκεί, στις επόμενες διασκέψεις κορυφής της ΕΕ δεν θα θυμάται τους χαμένους κατοίκους της Ελλάδας που βούλιαξε σαν σύγχρονη Ατλαντίδα.