(Το ακόλουθο άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ την 1η Απριλίου 2010)
Το Θείο Δώρο μας το έδωσε επιτέλους η ΕΚΤ. Ας είναι καλά ο Μεγάλος του Έθνους «ευεργέτης» Jean-Claude Trichet. Θα ανασάνουν οι τράπεζές μας και μαζί τους όλοι εμείς, οι πειναλέοι για δανεισμό.
Όμως και ο άλλος, ο Πρόεδρος Σαρκοζί μας επεφύλαξε ακόμα ένα δώρο με την εξασφάλιση μικτής χρηματοδότησης από το ΔΝΤ και τα κράτη μέλη της ΟΝΕ, εάν συμβεί να την έχουμε απόλυτη ανάγκη. Τώρα όμως που το εξασφαλίσαμε, αυτό του Σαρκοζί εννοώ, δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε. Σαν βόμβα που μπορεί να εκραγεί μόλις την αγγίξεις είναι αυτό το δώρο. Αν δεν την χρησιμοποιήσεις τότε έχει την αξία ενός εκρηκτικού μηχανισμού που δεν έσκασε..., είναι απόλυτα άχρηστη για τον σκοπό που φτιάχτηκε Αν πάλι την χρησιμοποιήσεις τότε σκάζει στα χέρια σου και πας για αναπηρική σύνταξη.
Πως διαφορετικά θα μπορούσε να ερμηνευτεί η αξία ενός δώρου που το χρησιμοποιείς μόνο αν κινδυνεύσεις να πεθάνεις και αν το χρησιμοποιήσεις αυτή την ύστατη και αγωνιώδη στιγμή, μπορεί μεν να σωθείς αλλά ως ανάπηρος για την υπόλοιπη ζωή σου διότι από εκεί και ύστερα δεν υπάρχει τίποτα για να σε ξανασώσει ενώ έχεις ήδη χαρακτηριστεί ως ανυπόληπτος με ότι αυτό συνεπάγεται σε μια σχέση.
Βέβαια το ερώτημα είναι γιατί να βρεθείς στην ύστατη στιγμή. Γιατί μια χώρα που κατάλαβε ότι τα αστεία έχουν τελειώσει και οι χρηματοδοτήσεις μαζί με αυτά, να ζει με ψευδαισθήσεις ότι όλο και κάποιο αστείο θα ειπωθεί παρακάτω ώστε να διατηρείται το Ζορμπέϊκο και να έχει ο Θεός αδελφέ.
Από μικρός, ποτέ δεν κατανόησα την προοπτική του έχει ο Θεός... Αντίθετα το πρώτο πράγμα που ένιωσα στα μεταεφηβικά μου χρόνια ήταν ότι ο Θεός, όχι μόνο δεν έχει αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο έχει βαλθεί να πάρει κιόλας από εκείνους που ζουν με την ελπίδα...
Δυστυχώς, οι μόνοι που θα μπορούσαμε να έχουμε είμαστε εμείς οι ίδιοι, οι Έλληνες γηγενείς και νεόφερτοι, που μοιραζόμαστε αυτή την θαλασσοδαρμένη γωνιά της γης και γιαυτό γινήκαμε τόσο διαφορετικοί.
Φαίνεται ότι όπως η θάλασσα έτριψε τη στεριά δημιουργώντας άλλοτε κακοτράχαλα βράχια και άλλοτε γλυκές αμμουδιές που καμιά τους δεν μοιάζει με την άλλη, έτσι και εμείς πλαστήκαμε για να κουβαλάμε την ομορφιά και την ενέργεια της διαφορετικότητας.
Όσο ζούσαμε υπόδουλοι, αυτή η παραξενιά και αυτή η ενεργητικότητα μας έβγαινε σε καλό αν και μας ζόριζε πολύ. Μερικοί βιάστηκαν να καταλήξουν ότι αυτή η μορφή ζωής και διοίκησης είχε και τα πλεονεκτήματά της και που ξέρεις, αναλογίσθηκαν εκ των υστέρων, με τα χρόνια ο υπόδουλος αλλά σφριγηλός λαός θα κέρδιζε τον αφέντη του χωρίς να ρίξει ούτε μία ντουφεκιά... και έτσι αντί να γεννιόταν εκείνο το ψωροκρατίδιο του 1928, θα γινόμασταν άξαφνα μεγάλη και τρανή αυτοκρατορία στα θεμέλια εκείνης που θα ξέπεφτε και θα αφανιζόταν από την λαμπρότητά της αφεντοσύνης μας.
Όμορφα παιγνιδίσματα του νου, θα έλεγα, μόνο που η ζωή είναι πάντα ποιο πρακτική για να χωρατεύει ελεύθερα όπως ο νους.
Σήμερα καλούμαστε, μετά από πολλά χρόνια ελευθεριακής και ανέμελης ζωής, πότε ρίχνοντας τα βάρη στον ένα και πότε στον άλλο, πότε ακολουθώντας ως θέσφατο την γνώμη του ενός ξένου παράγοντα και πότε του άλλου, πότε πιστεύοντας πως βρήκαμε το πολιτικοκοινωνικό σύστημα που θα φέρει την ιδανική κοινωνία στην πόρτα μας και πότε θεωρώντας ότι αυτό ήταν μια οπτασία που έμελλε να χαθεί, τι είναι άλλωστε 70 χρόνια σοσιαλιστικού πειραματισμού μπροστά στην αιωνιότητα, να δούμε τα πράγματα σοβαρά.
Λέχτηκε από κάποιους, ότι τα διλήμματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι αντίστοιχα με εκείνα της μεταπολίτευσης αλλά φοβάμαι πως σφάλουν.
Τα διλήμματα της μεταπολίτευσης ήταν απλοϊκά μπροστά σε αυτά που θα αντιμετωπίσουμε στο άμεσο μέλλον διότι τότε η δημιουργική αισιοδοξία έπαλε στην καρδιά και έφερνε την ελπίδα. Είχαμε περάσει από την μαύρη εμπειρία του δικτατορικού ετσιθελισμού και αυτό μας δυνάμωνε και μας συσπείρωνε.
Με την μεταπολίτευση βρεθήκαμε μεν χωρίς τροχιά και στόχους αλλά ατσαλωμένοι από την ανέχεια της δικτατορικής περιόδου και έτοιμοι να κατακτήσουμε κάθε κορυφή και να αντιμετωπίσουμε κάθε δυσκολία.
Από τότε, τουλάχιστον από πλευράς ευημερίας, διανύσαμε όσο δρόμο είχαμε διανύσει από την Μικρασιατική καταστροφή. Τα πρόσωπά μας άλλαξαν και δείχνουν πλέον ανθρώπους εμφανώς καλοζωισμένους. Η ελπίδα όμως και η λάμψη για το αύριο έχει αρχίσει να ξεθωριάζει.
Τότε λέγαμε ότι θα σπουδάσω, θα πιάσω μια καλή δουλεία και θα τα βολέψω. Η οικογένεια μου θα ζήσει. Τώρα οι νέοι μας αναρωτιόνται αν θα πρέπει να σπουδάσουν εφόσον ένα απλό πτυχίο το μόνο που εγγυάται είναι μια θέση στην ανεργία. Κατήντησε να είναι ποιο εύκολο να βρεις εργασία ως ανειδίκευτος εργάτης παρά ως επιστήμονας. Οι σπουδές γίνονται ολοένα και ποιο αδιέξοδες.
Είναι επομένως αυτή, η πορεία προς το άγνωστο, που οδηγεί στην διάλυση των ατόμων και στην ψυχική τους καταρράκωση διότι τίποτα δεν είναι ποιο καταστροφικό από την έλλειψη σιγουριάς για το μέλλον.
Ίσως για μερικούς, μάλλον ελάχιστους, ο τυχοδιωκτισμός να αποτελεί τρόπο ζωής και το άγνωστο, εξάπτοντάς την φαντασία, να τους γεμίζει με δημιουργικότητα. Όμως αυτή η μερίδα του πληθυσμού αποτελεί ελάχιστη μειονότητα. Οι πολλοί θέλουν να ξέρουν τι θα μπορέσουν να κάνουν, αν θα μπορέσουν να βρουν εργασία με τα προσόντα που διαθέτουν ή σκοπεύουν να αποκτήσουν και ποια περίπου θα είναι αυτή.
Θα παραδεχτώ ότι στη χώρα μας το παρακάναμε με τις απαιτήσεις για σιγουριά και αυτό ίσως να έγινε η ρίζα του κακού. Παρασιγουρευτήκαμε για ένα κόσμο που δεν μας ανήκε αλλά εμείς θεωρούσαμε βέβαιο και σίγουρο... Παρασιγουρευτήκαμε με το να κτίζουμε την Αθήνα θεωρώντας ότι έτσι βρήκαμε δουλειά για όλους, για εμάς και τους μετανάστες, και πως τα χρήματα που βγάζαμε ο ένας πωλώντας στον άλλο ήταν ένας θαυμάσιος τροπος για να περνάμε ζωή χαρισάμενη.
Δεν πέρασε καθόλου από την σκέψη μας ότι όταν ο ένας πουλά στον άλλο συστηματικά και απρογραμμάτιστα σε μια μικρή οικονομία το ίδιο αγαθό, τότε θα έλθει κάποια στιγμή και ο εκφυλισμός της εσωγαμίας. Τι να τα κάνουμε τόσα ακίνητα όταν παραμένουμε εμείς και εμείς. Ποιος θα τα αγόραζε μετά από κάποια στιγμή και τι θα γινόντουσαν όλα όσα είχαν ήδη κτιστεί. Μήπως υπήρχε κάποιο κρυφό σχέδιο εισόδου εκατομμυρίων προσφύγων που κρατιόταν ως επτασφράγιστο μυστικό; Προφανώς όχι διότι κατοικία μπορεί να εύρισκαν αλλά εισόδημα από εργασία όχι.
Κάποια στιγμή ένας γνωστός Αρχιτέκτων μηχανικός φώναξε πως για να κατοικίσουμε όσα σπίτια κατασκευάζονταν στις αρχές του 2009 θα έπρεπε να ξεπεράσουμε σε γεννητικότητα τους Μουσουλμανικούς λαούς αλλά και πάλι θα μέναν κάποια άδεια... Έτσι εξηγείται και η αναφορά του πρώην Υπουργού κυρίου Σουφλιά για την Αθήνα των 8 εκατομμυρίων κατοίκων...
Κάπως έτσι, ανοργάνωτα όπως με τα σπίτια, λειτουργούσαμε και στον δημόσιο τομέα. Προσλαμβάναμε ως κράτος χωρίς όριο και μέθοδο για να λύσουμε το πρόβλημα της ανεργίας και χωρίς να υπάρχει πραγματική ανάγκη. Όμως μπορεί να μην είχαμε δουλειά αλλά είχαμε οργανογράμματα με πολλές κενές οργανικές θέσεις. Έτσι οι οργανικές κατήντησαν ο φερετζές της αμετροέπειας και της έλλειψης αισθήματος ευθύνης στο έργο του δημόσιου λειτουργού.
Κανείς δεν σκεπτόταν ότι τα οργανογράμματα με τις μυριάδες οργανικές θέσεις είχαν φτιαχτεί σε άλλες εποχές και ότι η αποδοτικότητα της εργασίας σε ένα συνεχώς εντεινόμενο ανταγωνιστικά περιβάλλον πρέπει να προσδιορίζεται από δυναμικά ανανεωνόμενους στόχους, τρόπους και μέσα λειτουργίας.
Η χρήση των υπολογιστών ως μέσων για την μείωση π.χ. των αναγκών ελέγχου με την χρήση πολλαπλών υπογραφών ελάχιστα κέρδισε έδαφος ενώ συχνά συναντούσαμε σε δημόσιες υπηρεσίες ένα νέο υπάλληλο να κάθεται δίπλα από τον υπολογιστή για να επικυρώνει υπογράφοντας τις εκτυπώσεις.
Έτσι οι άδειες οργανικές θέσεις παρέμεναν και παραμένουν οργανικές και ανεκπλήρωτες, πραγματικά μνημεία ανεπάρκειας υποβαθμίζοντας την νοημοσύνη ενός λαού με κινητικότητα και σπιρτάδα όπως τον έφτιαξε ο κακοτράχαλος αλλά όμορφος αυτός τόπος.
Και όσο οι οργανικές θέσεις παραμένουν οργανικές ή ακούγονται ειρωνείες για την «πετσέτα» του ξενοδοχοϋπαλλήλου, τόσο οι λοιποί θα χάνουμε ακόμα και αυτή την ευκαιρία να γίνουμε επαγγελματίες και να μη βλέπουμε τους τουρίστες ως θύματα προς εκτέλεση αλλά ως συνεργάτες και φίλους σε μια νέα σχέση που μπορεί να πρέπει να κρατήσει εάν είναι να κερδίσουμε από αυτήν.
Δεν είναι όμως μόνο η Οργανογραμμομανία, ούτε οι αμέτρητες, αλληλοσυγκρουόμενες και ανεδαφικές για την εποχή μας λοιπές πρακτικές του δημόσιου τομέα που εξοργίζουν και τον ποιο νηφάλιο νου. Την κατάσταση έρχεται να αποτελειώσει η ανεξήγητη αφοσίωση αρκετών σε δογματικές θεωρήσεις που ποτέ δεν εφαρμόστηκαν πραγματικά και σε ιδέες που ευτελίστηκαν πρώτα από εκείνους που επέμεναν στο θαύμα της συνεργατικότητας και του εργατικού αλτρουισμού.
Δυστυχώς για αυτή την μερίδα των πιστών, το θαύμα ούτε γεννιέται σε συνθήκες κρατικής θερμοκοιτίδας ούτε ανδρώνεται. Η ανθρώπινη φύση μερίμνησε ώστε όταν όλα είναι να μοιραστούν εσαεί στα ίσια αρκετοί θα κλέψουν και οι περισσότεροι απλά θα αδιαφορήσουν.
Το τι θα παράγει ένα τέτοιο κράτος παραμένει άγνωστο. Το σε ποιον θα πουλά ότι παράγει επίσης. Το πως θα εξασφαλίζει τα εισοδήματά του παρομοίως.
Αν δεν είχε δοκιμαστεί η ψευδαίσθηση της αέναης ισότητας θα μπορούσα να χαρακτηριστώ ως άδικος ή ακόμα και απάνθρωπα σκληρός.
Όμως το παράδειγμα της Κούβας φωνάζει και μας κρατά σε εγρήγορση. Αποφεύγουμε να θυμόμαστε ότι η μικρή αυτή χώρα παλεύοντας επί χρόνια με ένα γίγαντα στα σύνορα της παραμένει οικειοθελώς αποκλεισμένη. Κάπως έτσι θα ήταν και η χώρα μας εάν έκανε το μοιραίο λάθος να αποχωρήσει από την ΕΕ ακολουθώντας το Νέο-Δονκιχωτικό δόγμα που προτείνει η αριστερά.
Πιστεύει κάνεις ότι το ενδιαφέρον των Κινέζων και των Αράβων που ελπίζουμε να δούμε εκφραζόμενο σε μεγάλης κλίμακας επενδύσεις, λόγω της ύπαρξης μας εντός της ΕΕ και της ΟΝΕ, να συνεχιζόταν εάν βρισκόμασταν σε απομόνωση τύπου Κούβας;
Πιστεύει κανείς ότι οι χώρες αυτές, που μας βλέπουν ως τη φυσική δίοδο εκπλήρωσης των εμπορικών τους στόχων, θα δέχονταν συνεργασία με έναν λεπρό που θα έλειωνε στην απομόνωση έξω από τα τείχη της Νέας Ευρώπης; Προφανώς όχι.
Δυστυχώς για εμάς το Θειο δώρο της ΕΚΤ δεν προβλέπει καθόλου θαύματα και καθόλου πανάγαθους Θεούς που έχουν για μάς.
Ο κυνισμός της Αγγελας Μέρκελ έδειξε ακόμα μια φορά ότι οι λαοί που αναδύονται επανειλημμένα από καταστροφικές καταστάσεις για να ηγηθούν δεν αναλώνονται στη κατασκευή οργανογραμμάτων και οργανικών θέσεων αλλά στην παραγωγή και στην εξασφάλιση πελατών.
Εμείς αναλωθήκαμε πολύ στο φρόνημα του Ζορμπά και εφεύραμε το χαλαρά, χαλαρά και ακόμα ποιο χαλαρά. Ήλθε όμως η στιγμή που αν δεν αλλάξουμε θα βουλιάξουμε και κανείς πλέον εκεί, στις επόμενες διασκέψεις κορυφής της ΕΕ δεν θα θυμάται τους χαμένους κατοίκους της Ελλάδας που βούλιαξε σαν σύγχρονη Ατλαντίδα.
Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...
Το Θείο δώρο ή μάλλον τα Θεία δώρα...
Αναρτήθηκε από Παναγιώτης Μπαζιωτόπουλος στις Wednesday, April 14, 2010
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment