Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...

Το “πρόβλημα του καφενείου” και η “σχολή της φραπεδιάς...”

Πολλοί απο μας έχουν διαπιστώσει την συνήθεια των νέων μας να καταλαμβάνουν τα καθίσματα των καφενείων ή café και να συλλογιούνται όχι ασφαλώς για τις μεταφυσικές αγωνίες του ανθρώπου αλλά για τα καθημερινά, την δουλειά, το κορίτσι ή το αγόρι του καθενός, την παρέα και τη διασκέδαση.

Είναι αυτά τα προβλήματα στα οποία θα έπρεπε να είχαν ανατρέξει απο καιρό και οι Έλληνες ιδιοκτήτες café για να αντιμετωπίσουν την επιδείνωση στην σχέση χρόνου κατάληψης και εσόδων απο τα τραπεζοκαθίσματά τους.

Σκεφτείτε να διέθετε έναν οικογενειακό σύμβουλο, ένα σύμβουλο εργασίας ή ακόμα και έναν ψυχολόγο μεταξύ των εργαζομένων του το κάθε café προσφέροντας δωρεάν συνεδρίες... Θα ξεπέταγε τους προβληματισμούς των νεαρών και θα ελευθέρωνε τα τραπεζοκαθίσματα για τους επόμενους νεαρούς πελάτες του.

Ο καθημερινός προβληματισμός των ιδιοκτητών café για την εμπορική τύχη των επιχειρήσεών τους θα είχε απαντηθεί ως δια μαγείας.

Όμως, δεν έμελλε ούτε οι ιδιοκτήτες των café ούτε η κοινωνία μας ολόκληρη να είναι τόσο εφευρετική διότι αν είχε λύσει το “πρόβλημα του καφενείου”, θα είχε ισως λύσει και πολλά άλλα τρέχοντα προβλήματα της κοινωνίας και της καθημερινής μας ζωἠς, μέσα στις αφιλόξενες πόλεις μας.

Έλα όμως που υπάρχει και η θεωρητική πλευρά του θέματος που ξεφεύγει απο τον χώρο των café αν και δανείζεται το παράδειγμά τους...

Μέχρι πρόσφατα, δεν έβλεπα, όπως και οι περισσότεροι, ότι η κουλτούρα του φραπέ ήταν δικαιολογημένη λόγω των προβληματισμών των νέων που θέλουν τον χρόνο τους για να αντιμετωπιστούν.

Όμως άλλαξα άποψη όταν μελέτησα τις θέσεις του αρχιτέκτονα Δ. Φιλιππίδη, ενός εκ των πλέον προβεβλημένων αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, με τεράστιο συγγραφικό έργο για τους παραδοσιακούς οικισμούς της χώρας.

Ο αρχιτέκτων και καθηγητής Φιλιππίδης αναφέρει τρεις σχολές στις αρχιτεκτονικές τάσεις:

Την παντοδύναμη παλιά σχολή, η οποία πιστεύει οτι έχουμε τα εργαλεία να κάνουμε τη δουλειά, να αναμορφώσουμε δηλαδή, παρεμβαίνοντας κατά το δοκούν, τις πόλεις μας.

Την σχολή του “φραπέ”. Όσοι την υποστηρίζουν ισχυρίζονται κατά τον καθηγητή, ότι έχουμε πόλεις με πολύ ηλιοφάνεια και χαμηλή σχετικά εγκληματικότητα ενώ είμαστε μεσογειακός και ζεστός ή άλλως κοινωνικός λαός που χαρακτηρίζει μιά μόνιμα φιλική προδιάθεση.

Εαν στην πρώτη σχολή βλέπουν την κάθε πόλη μηχανικά και θεωρούν οτι μπορούν να μας παραδώσουν οποιαδήποτε αλλαγή με το κλειδί στο χέρι, στη δεύτερη η πόλη δεν είναι παρά ένα ανατολίτικο καφενείο...

Μεταξύ των δυο, υπάρχουν και οι λάτρεις της αισθητικής που βλέπουν την πόλη ως ένα τεράστιο έργο τέχνης...

Ο αρχιτέκτων Φιλιππίδης προτιμά την σχολή του καφενείου διότι δεν αρέσκεται στις έτοιμες και επιβαλλόμενες άνωθεν λύσεις.

Προτιμά οι λύσεις να ωριμάζουν μέσα από την κουβέντα όπως οι απαντήσεις στους προβληματισμούς των νέων τη συνοδεία φραπεδιάς.

Στη αρχή εντυπωσιάστηκα και είπα: Να ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στα προβλήματα δόμησης των πόλεων και της σχέσης αυτής της δόμησης με τον άνθρωπο, διοτι αυτό κυρίως προσφέρει η αρχιτεκτονική και γιαυτό μένει ανά τους αιώνες ως η βασικότερη των τεχνών που μας ανακαλεί σε εποχές και μεγαλεία πολιτισμών που χάθηκαν.

Ποιος δεν αισθάνεται συγκίνηση απο μια μεταφυσική αίσθηση, λέει ο Βρετανός συγγραφέας Κρίστοφερ Χίτσενς, όταν αναβαίνει στον βράχο της Ακρόπολης και αντιμετωπίζει τον Παρθενώνα;

Το μεταφυσικό δέος ομολογείται εδώ από έναν άνθρωπο που αφιέρωσε την ζωή του σε πραγματείες ενάντια στο Θεό, ενώ δηλώνει αντιθεϊστής χωρίς καμία επιφύλαξη.

Οταν επομένως αυτή είναι η διάσταση και το μεγαλείο της αρχιτεκτονικής για τον άνθρωπο, τότε οι θέσεις του καθηγητή Φιλιππἰδη επιδέχονται αναθεώρηση.

Βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, δεν είναι μαύρα ή άσπρα, ποτέ δεν ήταν.

Βασικό επιχείρημα στην υποστήριξη της σχολής του “φραπέ” είναι ότι στη χώρα μας δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστική συνειδητότητα της ανταποδοτικότητας και έτσι το κράτος, παρά τις προσπάθειές του, δεν είχε την συνεργασία των πολιτὠν, όλων των πολιτών, ώστε τα όσα έγιναν ή σχεδιάστηκαν να γίνουν να έχουν προοπτική και μέλλον...

Στην περίπτωση της παρέμβασης στου Ψυρρή π.χ., όπου σήμερα ο Δήμαρχος της Αθήνας προσπαθεί να προλάβει απο τον αργό θάνατο το πάλαι ποτέ λαμπρό πολιτισμικό εγχείρημα, οι μαγαζάτορες μεν έκαναν οτι μπορούσαν για να αναπαλαιώσουν τα ετοιμόρροπα εργαστήρια βυρσοδεψίας ή τα εγκαταλελειμμένα σιδηρουργεία αλλά οι θαμώνες το είδαν διαφορετικά... και ακολούθησαν το “Καβάλα πάει στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάει” που λέει και το δημώδες άσμα, μόνο που τώρα η ιπποδύναμή τους είχε την παγωνιά του ατσαλιού...

Η περιοχή μετατράπηκε αρχικά σε ένα κάστρο ηχητικής ρύπανσης, τα τείχη του οποίου διαμόρφωνε ἐνα απέραντο πάρκινγ, καταστρέφοντας κάθε ρομαντισμό αλλά και δυνατότητα επιβίωσης του εγχειρήματος.

Το παράδειγμα του Ψυρρή δεν είναι το μόνο που έδειξε σημεία κόπωσης ώστε να ενεργοποιήσει μια σειρά νέων ενεργειών, από τον Δήμαρχο Αθηναίων όπως η αυστηροποίηση της απαγόρευσης των ΙΧ στην περιοχή και η επικείμενη πεζοδρόμηση της Οδού Αθηνάς, που όμως συναντά την αντίσταση των εξευγενισμένων πλέον καταστηματαρχών κιγκαλερίας.

Όμως έχουμε και παραδείγματα παρεμβάσεων που ο καθηγητής Φιλιππίδης αποφεύγει να αναφέρει διότι εκεί η επιτυχία των έργων είναι προφανής, όπως στην Πλάκα, παρά το ότι παραμένουν ημιτελή...

Το συμπέρασμα που καταλήγει κανείς μελετώντας το σκεπτικό του επιτυχημένου αρχιτέκτονα είναι οτι ενώ η προτεινόμενη μέθοδος ίασης εξάπτει την λαϊκή φαντασία, δεν διευκολύνει στο να βρεθεί μια αποτελεσματική σύνδεση με τις αιτιάσεις των προβλημάτων. Αλλωστε σε ποια συζήτηση καφενείου κατανοούνται σε βάθος τα όποια κοινωνικά προβλήματα;

Απο την άλλη, στην περίπτωση που οι παρεμβάσεις αποτελούν αποστειρωμένες λύσεις για μια περιοχή, παραμένουν ξένο σώμα που εγκυμονεί να απορριφτεί απο τον οργανισμό της πόλης... Έστι ακριβώς συμβαἰνει και στην νέα πόλη που προέκυψε απο το Ολυμπιακό χωριό.

Εκεί είχαν την ατυχή έμπνευση να πακετάρουν την εργατική τάξη λες και αποτελεί εμπόρευμα που θέλει τον αποκλειστικό του χώρο, επαναλαμβάνοντας τα λάθη των παρεμβάσεων στο εξωτερικό, μετά τον ΒΠΠ, οπότε ανασυστάθηκαν οι ευρωπαϊκές πόλεις και κάθε καθαρόαιμη παρεμβατικότητα οδήγησε στην γκετοποίηση, στην κοινωνική υποβάθμιση και τελικά στην καταστροφή των κοινωνικών δομών και στην εγκληματικότητα.

Το έζησα προσωπικά στην πόλη του Coventry το 1977, όταν οι Πανεπιστημιακές αρχές μου προσέφεραν, ως φοιτητική στέγη, μονοκατοικία σε νέα αλλά βανδαλισμένη οικιστική περιοχή...

Όποιον έστελναν εκεί οι δημοτικές αρχές έφευγε λόγω υψηλής εγκληματικότητας... Προφανώς κανένας φοιτητής δεν διέμεινε τελικά στην περιοχή.

Κάτι αντίστοιχο, σε ηπιότερη μορφή, έχουμε και στο δικό μας Ολυμπιακό χωριό που απο υποσχόμενος παράδεισος έχει ήδη μετατραπεί σε επίγεια κόλαση λόγω της μη κατανόησης απο τους ειδήμονες οτι δεν πρέπει να στοιβάζεις, με το έτσι θέλω, μόνο οικονομικούς μετανάστες ή εργατικές οικογένειες σε μια περιοχή που δεν καταλαβαίνουν διότι ποτέ δεν έζησαν σε κάτι αντίστοιχο.

Καταλήγουμε λοιπόν, αν αφήσουμε την πόλη της αισθητικής, την πόλη του μηνύματος του Περικλή, την πόλη δηλαδή των μνημείων και της πολιτιστικής αναφοράς..., στην πόλη που θα προέλθει απο τις αέναες συζητήσεις στο ανατολίτικο καφενείο ή διαφορετικά στη λύση της φραπεδιάς.

Το κακό με αυτή τη λύση είναι οτι προσφέρεται μέσα από εξαιρετικά αργές διαδικασίες που για τον λόγο αυτό μαυρίζουν τις ψυχές των καφειδιοκτητών που ως μόνο αντιπερισπασμό βλέπουν το ανέβασμα των τιμών σε ανείπωτα για τα δεδομένα της ΕΕ ύψη ενώ ελάχιστοι φαίνεται να διακρίνουν την αιτία αυτής της πληθωριστικής συνιστώσας αφού ως συνήθως οι πολλοί αρκούνται στο να εστιάζουν στο δάκτυλο χάνοντας την ομορφιά του “φεγγαριού”...

Η σχολή της φραπεδιάς έχει αναμφίβολα και τα πλεονεκτήματά της με πρώτο απο όλα το οτι είναι παιδί ενός γενικότερου λαϊκού κοινωνικού προβληματισμού χωρίς άνωθεν πιέσεις αλλά αισθάνομαι ότι θα θρηνήσουμε πολλές περιπλοκές στην ψυχική και σωματική μας υγεία περιμένοντας τα αποτελέσματα.

Αλλωστε πολλά απο τα παιδιά των café δεν θα καταφέρουν ποτέ να βρουν αξιόπιστες απαντήσεις στους νεανικούς προβληματισμούς τους, όσους φραπέδες και αν αναλώσουν.

Πολυ φοβάμαι οτι έτσι η αθλιότητα των πόλεών μας και ιδιαίτερα του Αθηναϊκού Αττικολεκανοπεδίου θα μείνει η μόνη ανάμνηση για τους ζώντες με την ευχή και μόνο να επιληφθούν του θέματος οι απόγονοί μας.

Το ερώτημα επομένως επανέρχεται μήπως αδράξουμε την λύση που προσφέρει η σχολή της παρεμβατικότητας, η σχολή που πιστεύει οτι ὀλα μπορούν να γίνουν αλλά με πρόγραμμα και με σχεδιασμό με την προϋπόθεση οτι οι προτάσεις θα εξυπηρετούν τους κατοίκους της περιοχής που θα αφορούν.

Ισως αυτή η προοπτική να αποτελεί και την προτιμότερη για τους δημοτικούς άρχοντες της πόλης μας... για να διατηρήσουμε οτι απέμεινε απο την Κηφισιά των παλαιών μας αναμνήσεων.


Η γιορτή των λουλουδιών υπόσχεται να μας γιάνει απο τον υπερφίαλο και αδιέξοδο αστισμό μας.

(Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ την 8η Μαϊου 2009)

Η 55η Ανθοκομική έκθεση της Κηφισιάς, είναι ήδη γεγονός απο την περασμένη εβδομάδα και είναι καλύτερη απο ποτέ, όσο τουλάχιστον θυμάμαι στην εμποριοποιημένη εποχή μας.

Διότι υπάρχουν αναμφίβολα και οι παλιές εκθέσεις, εκείνες των παραγωγών που έβαζαν ατελείωτη ενέργεια μόνο και μόνο για να δείξουν τις συνθέσεις τους και αδιαφορώντας αν θα είχαν την ευκαιρία να πωλήσουν τον κόπο τους.

Ήταν οι μέρες που η Κηφισιά δεν είχε πολυκατοικίες διοτι δεν είχε ακόμα ωριμάσει στα μυαλά ορισμένων η σκέψη υπερεκμετάλλευσης της γής.

Ήταν η εποχή των παλιών Κηφισιωτών που μεταπολεμικά μπορεί να μην είχαν πλούτο αλλά είχαν διάθεση και αγάπη για τη φύση.

Ήταν η εποχή που οι πανσέδες προοιώνιζαν την Άνοιξη και τα τριαντάφυλλα το καλοκαίρι στα παρτέρια των ιδιωτικών κήπων.

Τότε οι ντάλιες, οι τζίνιες και τα χρυσάνθεμα, ὀταν δεν μονοκρατούσαν οι εύοσμες τριανταφυλλιές, κατέκλυζαν τους καλοφροντισμένους κήπους που δεν διέθεταν ίχνος απο το ξενόφερτο γκαζόν.

Όμως εκείνη ήταν μια άλλη εποχή που πέρα απο το να ομορφαίνει τις αναμνήσεις μας, δίνει το μέτρο της αλλαγής του περίγυρου και του εαυτού μας.

Η σημερινή 55η ανθοκομική έκθεση στο άλσος της Κηφισιάς είναι ασφαλώς εμπορική αλλά και τι με αυτό;

Γιατί θα πρέπει ο αντιεμπορικός δογματισμός μας να γίνεται επιλεκτικός και να μας αφαιρεί τα συναισθήματα χαράς απο την πανδαισία χρωμάτων και ευωδιάς των λουλουδιών;

Οι καλλιεργητές που κατακλύζουν τους χώρους του άλσους, είναι αξιέπαινοι που καταφέρνουν να προκαλούν πλήθη κόσμου να τους επισκεφθεί για να θαυμάσει αλλά και να προμηθευτεί τα φυτά που θα ομορφύνουν αργότερα τα μπαλκόνια των περισσοτέρων διότι απο κήπους, ελάχιστοι απέμειναν και αυτοί φροντίζονται πλέον απο επαγγελματίες κηπουρούς.

Συχνά αναλογίζομαι αυτή την αλλαγή ως την ποιο σημαντική απο εκείνες που είδε η πρωτεύουσά μας. Όλα σήμερα είναι αποτέλεσμα της εργασίας κάποιου άλλου. Ακόμα και τα άνθη μας τα καλλιεργεί κάποιος άλλος και έτσι χάνουμε την χαρά που νιώθει κανείς όταν τα βλέπει να φυτρώνουν ή να μεγαλώνουν στη γη, στη δική του γη.

Αυτή τη γη που πολλοί απο μας θεωρήσαμε οτι θα γινόταν ποιο αποδοτική αν την σπέρναμε με τσιμέντο... Τα «άνθη» του τσιμέντου βλέπετε μπορεί να μην ευωδιάζουν αλλά υποδέχονται χρόνια τώρα στην αγκαλιά τους όσους άφησαν το σπιτικό τους στην επαρχία για μια καλύτερη τύχη ή έτσι ήλπισαν, στην σκληρή πραγματικότητα της πόλης.

Πήγα ήδη τρείς φορές στη φετινή έκθεση και θα ξαναπάω είτε για να προμηθευτώ κάποια ακόμα απο τα φυτά που μου λείπουν είτε για να παραστώ σε εκδηλώσεις επ’ευκαιρία της γιορτής των λουλουδιών.

Μια απο αυτές, θεωρώ η καλλίτερη, θα γίνει το Σάββατο της 9ης Μαίου με την ευκαιρία ενός διαγωνισμού διηγήματος με θέμα την «εφήμερη ομορφιά των μενεξέδων».

Οι συμμετοχές που προκρίθηκαν τυπώθηκαν ήδη, απο τις εκδόσεις της εφημερίδας ΚΗΦΙΣΙΑ, σε ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι και είναι πραγματικά ξεχωριστές ώστε να συγκινήσουν και τους απαιτητικότερους αναγνώστες.

Κάθε φορά που κάπως βιαστικά περιδιαβαίνω τα «νησιά των χρωμάτων» στην έκθεση, αναλογίζομαι πόσο καλλίτερα θα ήταν αν είχαμε καταφέρει να κρατήσουμε την παλιά μορφή της Κηφισιάς μας.

Ισως κάποιοι ρεαλιστές να που ότι η εξέλιξη δεν θα μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο και τότε αναρωτιέμαι για το ποιόν αυτής της εξέλιξης.

Σε τι άραγε η χώρα μας εξελίχθηκε περισσότερο, ακόμα και απο τους βόρειους γειτόνους της που τουλάχιστον, υπό το πρόσχημα του υπαρκτού σοσιαλισμού, διατήρησαν το ύφος και τον χαρακτήρα των παλιών τους πόλεων και σεβάστηκαν τη φύση;

Μήπως αναπτυχθήκαμε πληθυσμιακά τόσο ώστε να τσιμεντάρουμε τα πάντα για να χωρέσουμε;

Μα η χώρα μας έχει ένα απο τα μεγαλύτερα δημογραφικά προβλήματα στην Ευρώπη με τον γηγενή πληθυσμό της να συρρικνώνεται και το γενικό σύνολο να αυξάνει χάριν της εισόδου εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων απο τις παραευξείνιες (ποντιακές) περιοχές αλλά και των ξένων που με τα χρόνια γίνονται Έλληνες όσο και εμείς, για όσους τέλος πάντων νιώθουμε έτσι.

Μήπως αναπτυχθήκαμε φτιάχνοντας ανταγωνιστικές βιομηχανίες ή στήνοντας άλλες μορφές δραστηριότητας που θελαν τη γη μας για να αποδώσουν;

Όσο και αν ψάχνω, όσο και αν σκέπτομαι, απαντήσεις δεν βρίσκω.

Βασανίζω άδικα το θυμικό μου αλλά τίποτα δεν δικαιολογεί το γιατί επιλέξαμε να τσιμεντώσουμε τη γη μας, τη γη των λουλουδιών μας, τη γη των πατεράδων μας που πλέον παραδίδουμε στα παιδιά μας σε εκδόσεις μεζονέτας με κήπο ευμεγέθους γλάστρας.

Έχοντας ζήσει επι πολλά χρόνια στο εξωτερικό, θυμάμαι τις εκεί πόλεις και τα προάστειά τους. Κάθε φορά που κάτι άλλαζε αυτό που ερχόταν στη θέση του ήταν καλύτερο, ομορφότερο, οικολογικότερο.

Όπου κατεδάφιζαν τα παλιά και ερειπωμένα διαμερίσματα τα νέα ήταν ανθρωπινότερα με δένδρα και φυτά αναμεταξύ τους, ακόμα και σε υπερυψωμένα παρτέρια, ώστε το αίσθημα της φύσης να είναι κυρίαρχο αφού χωρίς αυτό ο άνθρωπος νιώθει την νέκρα των πλανητών στους οποίους ακόμα και η πανδαισία των χρωμάτων απο το διαθλόμενο φως δεν θυμίζει τίποτα απο ζωή.

Εκεί, μόνο με τη φαντασία προδιαγράφει κανείς τις όποιες μορφές ζωής και ακολουθίες πολιτισμών που πιθανόν υπήρξαν αλλά δεν αποφεύγει τον τρόμο απο τις εικόνες της συμπαντικής απομόνωσης.

Όμως εδώ, στη φιλόξενη γη μας, που τα φυτά και τα άνθη είναι κοντά μας ώστε να τα αγγίζουμε, να τα νιώθουμε και να αγαλλιαζόμεθα απο την πανδαισία των χρωμάτων και τις μεθυστικές μυρωδιές τους, προτιμήσαμε να τα ανταλλάξουμε με τσιμέντο, με το άοσμο, γκρίζο τσιμέντο και με μια συνέπεια πυκνής αστικής δόμησης που όσο και αν διαμορφώθηκε για τις ανθρώπινες ανάγκες έγινε ποιό απάνθρωπη και απο τους εφιάλτες μας.

Η έκθεση των λουλουδιών κάθε χρονο με βάζει σε σκέψεις κάνοντάς με να συγκρίνω το όνειρο με την πραγματικότητα και το όνειρό μου, όταν ήμουν ακόμα παιδί, ήταν η πόλη που γεννήθηκα να έμενε όπως ήταν, με τους κήπους της να ευωδιάζουν και μόνο να βελτιώνονται.

Η σκληρή σημερινή πραγματικότητα με φέρνει σε έναν άλλο κόσμο, εκείνον που δεν διστάζει να καταστρέφει και να τσαλαπατά τα φυτά και τα δένδρα διότι έτυχε να εμποδίζουν τη θεα του καταστήματός του.

Κανείς δεν αναρωτήθηκε βέβαια, απο τους νεόκοπους εχθρούς της φύσης, γιατί ακόμα και οι εν δυνάμει πελάτες των εμπορικών καταστημάτων, δεν προτιμούν πλέον τις παραδοσιακές ανοικτές αγορές.

Κανείς τους δεν σκέφτηκε ότι τα δένδρα με τη σκιά και τα άνθη τους ελκύουν τον κόσμο και η χαρά των λουλουδιών μετουσιώνεται σε χαρά του καταναλωτή.

Κανείς τους δεν αναλογίσθηκε οτι στην εποχή μας ο αδυσώπητος καλοκαιρινός ήλιος δεν αφήνει περιθώρια χαράς στην διαδικασία των αγορών και όσοι βλέπουν στα δένδρα εχθρούς σύντομα θα δουν και τους αγοραστές χαμένους.

Ακούγεται ισως περίεργο αλλά ο άνθρωπος είναι μια ολότητα που αν πειραχτεί έστω και ένα απο τα χιλιάδες ή εκατομμύρια στοιχεία της, καταλήγει ανισόρροπος.

Πως να περιμένεις λοιπόν απο εκείνους, που στερούνται την ισορροπία που προσφέρει η φύση, να γίνουν άνθρωποι της χαράς;

Πως να περιμένεις απο αυτούς να δουν με αισιοδοξία το μέλλον;

Η αδιαφορία για ένα πραγματικά καλύτερο αύριο, απο τη νέα γενιά, έχει αναμφίβολα τις ρίζες της στην απομάκρυνση απο τη φύση και στην ανισορροπία που οδηγεί τον άνθρωπο η αστική διαβίωση.

Η αδιαφορία για ένα πραγματικά καλύτερο αύριο ισως βρεί το φάρμακό της στις ευωδιές των λουλουδιών της 55ης ανθοκομικής έκθεσης της Κηφισιάς.

Μπορεί να μην βαστήξαμε πολλά απο την παλιά μας πόλη αλλά σιγά- σιγά ξυπνά μέσα μας ο κόσμος των αναμνήσεων και ένα νέο εγώ παίρνει τη θέση της απάθειας που έφερε η ψευδαίσθηση μιας τάχα καλλίτερης αστικοποιημένης ζωής.

Η γιορτή των λουλουδιών υπόσχεται να μας γιάνει απο τον υπερφίαλο και αδιέξοδο όπως αποδείχτηκε αστισμό μας.

Σκέψεις και διλήμματα για το Ρυθμιστικό

(Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ την 1η Μαϊου 2009)

Το θέμα του Ρυθμιστικού Σχεδίου της πρωτεύουσας, που ξεκίνησε με τις αρχικές προτάσεις του ΥΠΕΧΩΔΕ και την πρόσκληση όλων των δήμων που συγκαταλέγονται στην ευρύτερη αστική περιφέρεια του λεκανοπεδίου αλλα και στις ζώνες της Ανατολικής Αττικής, να καταθέσουν τις δικές τους προτάσεις, για να κατατεθούν συνολικά στη Βουλή στα τέλη Οκτωβρίου του 2009, άναψε φωτιές στις δημοτικές επιπροπἐς που ασχολούνται με θέματα πολεοδόμησης, χρήσεων γης και αστικής ανάπτυξης.

Η προσπάθεια σύνταξης αλλαγών ή νέων προτάσεων για το Γενικό Πολεοδομικό, έχει ήδη ξεκινήσει στην Κηφισιά όπως και σε άλλους δήμους και ορισμένα απο τα σχέδιά συμπεριλαμβάνονται πλέον στο γενικό Ρυθμιστικό του ΥΠΕΧΩΔΕ.

Οι προτεινόμενες μετατροπές και αναβαθμίσεις γίνονται είτε στα πλαίσια προβλεπόμενων αναγκών είτε λόγω πιέσεων για οικιστική και εμπορική μεγέθυνση.

Τα Ρυθμιστικά σχέδια των πόλεων είναι συνήθως υπερσύνολα των Πολεοδομικών σχεδίων διοτι περιλαμβάνουν πέρα απο τις οικιστικές δομές, τους συντελεστές δόμησης και τις κυκλοφοριακές απαιτήσεις, προτάσεις που συντελούν στον εξορθολογισμένο προγραμματισμό ανάπτυξης μιας ολόκληρης περιοχής.

Ενα Ρυθμιστικό σχέδιο πρέπει να έχει στόχους για το ποια θα είναι η πληθυσμιακή ανάπτυξη μιάς περιοχής μετά απο μια περίοδο τουλάχιστον 15 ετών και κατ’ επέκταση ποιές οι απαιτήσεις αυτής της ανάπτυξης.

Πόσα π.χ. σχολεία θα πρέπει να υπάρχουν στην περιοχή, ποιές νέες εμπορικές χρήσεις είναι συμβατές ή αναγκαίες και ποιά θα είναι η προσβασιμότητα για την εξυπηρέτηση των συναλλασσομένων.

Στην Κηφισιά, στο τόπο μας δηλαδή, οι εργασίες ξεκίνησαν για εκείνα τα έργα που είχαν προαποφασιστεί απο καιρό, όπως οι κεντρικές πεζοδρομήσεις, ενώ άλλα ευρίσκονται ακόμα υπό διαμόρφωση ή απλά παραμένουν σκόρπια στη σκέψη των ενδιαφερομένων.

Απο τα πρόωρα δείγματα των έργων γίνονται προφανή μερικά απλά πράγματα που με προβλημάτισαν όπως και πολλούς άλλους Κηφισιώτες

Ενώ π.χ. οι πολύ καλύτερες απο το παρελθόν πεζοδρομήσεις σε κάνουν να αισθάνεσαι κάτοικος κεντρικής Ευρώπης, τα προβλήματα που αναφύονται δεν μπορούν να αγνοηθούν.

Η πρώτη απορία που διατυπώνεται είναι:

Μα καλά, που θα παρκάρουν τώρα τα αυτοκίνητα των επισκεπτών των εμπορικών καταστημάτων... Οι ζώνες ελεγχόμενης στάθμευσης που δημιουργούνται είναι περιορισμένες και παρά την αύξηση λόγω της αναγκαστικής εναλλαγής, δεν θα επαρκούν πλέον.

Η επίσημη απάντηση δίνεται με την κατασκευή του μεγάλου υπόγειου χώρου στάθμευσης, 625 θέσεων, δίπλα απο την Εθνική Τράπεζα στην Πλατεία της πόλης μας.

Μα ναι, απαντούν οι δύσπιστοι δημότες, αλλα αυτό θα ολοκληρωθεί τουλάχιστον μετά απο μια τριετία... Μέχρι τότε τι θα γίνει;

Καμία απάντηση... Ναι αγαπητοί συνδημότες, καμία απάντηση δεν προσφέρεται σε αυτο το ερώτημα.

Αν και είμαι φανατικός εχθρός του αυτοκινήτου, χρησιμοποιώντας σε μεγάλο ποσοστό, για τις αστικές μου μετακινήσεις μου, τα δημόσια μέσα μεταφοράς, αντιλαμβάνομαι ότι με τις σημερινές συνθήκες τα πράγματα θα γίνουν αδιέξοδα για τους πολλούς.

Το κόστος των ιδιωτικών χώρων στάθμευσης είναι υπερυψηλό και εκτός κάθε λογικής αν αναλογιστούμε τον πρωτογονισμό των παρεχόμενων υπηρεσιών και το μέσο εισόδημα του Ελληνα συγκριτικά με εκείνο των βορειοευρωπαίων.

Το αδιέξοδο επομένως είναι προφανές...

Βέβαια, παραμέλησα ισως το οτι στην Κηφισιά ψωνίζουν οι πλούσιοι, οι κάτοικοι των βορείων και υπερβορείων προαστίων, οι έχοντες και κατέχοντες δηλαδή, που θεωρούν “ψιλά” το κόστος της στάθμευσης στις περιορισμένες ιδιωτικές θέσεις.

Αλλα αν είναι έτσι, τι θα γίνει με μας, τους υπόλοιπους, διότι όσο και αν μελετώ την εξ όψεως τουλάχιστον ευμάρεια των συνδημοτών μου δεν βλέπω τα πλούτη να τρέχουν.

Το αδιέξοδο επομένως διαμορφώνει ένα βασικό δίλημμα.

Τι εμπορικό κέντρο θέλουμε και τι πόλη διαμορφώνουμε;

Αν διαμορφώνουμε μια πόλη για τους εξαιρετικά ευκατάστατους να μας το πουν όσο είναι νωρίς οι αρμόδιοι, για να κάνουμε το κουμάντο μας και να αποχωρήσουμε για τα αδιάθετα διαμερίσματα της δυτικής Αττικής.

Αν πάλι διαμορφώνουμε μια πόλη για τις ανάγκες των, εκτός των ορίων της, γειτόνων μας, ώστε αυτή να μεταμορφωθεί σε μείζον εμπορικό κέντρο της βόρειας Αττικής, να μας το πουν επίσης διότι και αυτο δεν θα μας αρέσει και θα μας εξαναγκάσει να εγκαταλείψουμε τα πάτρια εδάφη χάριν ενός εσωτερικού ξενιτεμού που δεν διαφέρει και τόσο απο τον εξωτερικό...

Αν διαμορφώνουμε τέλος μια πόλη με ζώνες διαφορετικότητας όπου όλοι θα έχουν τον ρόλο τους και όλοι θα “νοστιμίζουν” τις αστικές συνθήκες διαβίωσης, κατάσταση που έχει κριθεί παγκοσμίως ως η μόνη βιώσιμη, τότε άλλη θα είναι η προοπτική μας και άλλοι οι αγώνες μας διότι θα πολεμάμε έχοντας κατοχυρώσει τη γη μας και οτι αυτή σημαίνει για μας...

Άρα πολλά τα ερωτήματα και ακόμα περισσότερες οι δυνητικές απαντήσεις που θα πρέπει να λάβει υπόψη ένα Ρυθμιστικό.

Το Ρυθμιστικό επομένως δεν εξαντλείται με το εάν θα αλλάξουν οι συντελεστές δόμησης ή αν θα επεκταθεί το σχέδιο πόλης στις αδιαμόρφωτες γωνιές της αλλά περιλαμβάνει και το τι θα ισχύσει στις περιοχές που ήδη ζούμε, πως θα φτάνουμε μελλοντικά σε αυτές και ποια θα είναι η σύσταση του πληθυσμού. Θα μας ικανοποιεί π.χ. ο παρωχημένος τεχνολογικά ηλεκτρικός σιδηρόδρομος ή θέλουμε το Μετρό στην πόλη μας διότι για τα λεωφορεία ως εξελιγμένο μέσο μεταφοράς ούτε λόγος να γίνεται.

Το Ρυθμιστικό πρέπει ακόμα να προέλθει απο το όραμα που θα διαμορφώσουμε για την μελλοντική πόλη μας και όχι από αποσπασματικές ή και ανούσιες προτάσεις για το εάν θα γίνει εδώ ή παραπέρα ένας ακόμα υπόγειος χώρος στάθμευσης.

Παραβρέθηκα σε συζήσεις για τις ανάγκες περιοχών της πόλης μας και είδα τους συνδημότες μου να μάχονται χωρισμένοι υπερ της μιας ή της άλλης μικροδιευθέτησης.

Άκουσα να ισχυρίζονται οτι η κατασκευή του τάδε υπόγειου χώρου στάθμευσης θα υποβαθμίσει την περιοχή τους ενώ στην πραγματικότητα θα συμβεί το αντίθετο με την απελευθέρωση των δρόμων απο τα αυτοκίνητα.

Πρόκειται ομολογουμένως για παγκόσμια πρωτοτυπία όπως και εκείνη της άρνησης κατασκευής των επεκτάσεων της Αττικής Οδού διότι θα στοιβάζεται λέει κόσμος στην παραλιακή!

Αυτή η ανορθολογική θεώρηση των προβλημάτων ανάπτυξης μιας αστικής περιοχής εκτός του οτι αποτελεί πλέον τον κανόνα παρά την εξαίρεση στη χώρα μας, ενισχύεται και απο την πολιτεία που βάζει το κάρο μπροστά απο το άλογο, προκαλώντας τους κατοίκους να εξεγερθούν αφού δεν έχουν κατανοήσει σε τι θα χρησιμεύσει (για το παράδειγμα) ο προτεινόμενος χώρος στάθμευσης.

Δεν βλέπουν μια ολοκληρωμένη πρόταση, δεν βλέπουν στόχους παρά μια τσιμεντένια οπή απο την οποία θα πηγαινοέρχονται βρώμικοι βενζινοκινητήρες με μανιώδεις χειριστές... και ακούγεται ισως λογικό να μη τους θέλουν.

Αν όμως οι παρουσιάσεις του Ρυθμιστικού και του Πολεοδομικού ξεκινούσαν με την διαπίστωση των σημερινών αναγκών και τις αιτιολογημένες προβλέψεις των μελλοντικών αναγκών του πληθυσμού, τότε τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και δεν θα είχαμε το φαινόμενο LULU (Locally Unwanted Land Uses) επαναλαμβανόμενο σε κάθε γειτονιά και για κάθε παρέμβαση.

Μόνο εἀν οι όποιες ρυθμίσεις παρουσιασθούν στα πλαίσια ενός γενικότερου αναπτυξιακού σκεπτικού της πόλης μας και ως μέρους των αναγκών που προβάλλει το Γενικότερο Ρυθμιστικό της Πρωτεύουσας, θα γίνουν κατανοητές οι προτάσεις και οι λόγοι που τις επιβάλλουν.

Όμως και τότε δεν θα έχει ολοκληρωθεί η απαιτούμενη προεργασία.

Οι προτάσεις θα πρέπει να διαμορφωθούν με ένα σκεπτικό που δεν θα είναι ούτε υπεραπλουστευτικό ούτε θα στηρίζεται στη θεωρία των πιθανοτήτων για την επίλυση σύνθετων μεν αλλά τυχαίων επιμέρους συμβάντων.

Τα προβλήματα μιας πόλης είναι όπως οι λειτουργίες ενός οργανισμού, δεν απαντώνται ως μέσοι ὀροι.

Οταν πειράξεις μια μεταβλητή δημιουργείς ανισορροπία σε πολλές άλλες καταστάσεις που λειτουργούσαν μέχρι πρότινος άριστα.

Οταν αυξάνεται το σάκχαρο στο αίμα μας δεν είναι μόνο οι ζαλάδες απο τις ξαφνικές υπογλυκαιμίες το πρόβλημα αλλά και η καταστροφή των οργάνων που καταλἠγει σε μη αναστρέψιμη φθορά του σώματος μας.

Σε μια πόλη, η κατασκευή μιας λεωφόρου γρήγορης κυκλοφορίας θα καλύψει μεν τις ανάγκες των διερχομένων αλλά θα διαχωρίσει τους κατοίκους της στους μεν και στους δε του αυτοκινητοδρόμου.

Η διαμόρφωση περισσότερων θέσεων στάθμευσης, θα οδηγήσει αναγκαστικά σε απαίτηση για μεγαλύτερους ή ταχύτερους δρόμους, για τις ώρες που οι ιδιοκτήτες των οχημάτων θα τις εγκαταλείπουν μαζικά μετά την εργασία τους.

Συμπερασματικά, σε μια ανθρώπινη κοινωνία τα προβλήματα της πόλης και η ρύθμισή τους αντιμετωπίζονται ως προβλήματα οργανωμένης και οχι τυχαίας πολυπλοκότητας μέσω της θεωρίας των πιθανοτήτων ή απλοϊκά με συσχετίσεις δυο μεταβλητών θυμίζοντας τις μελέτες των οικονομικών παραγόντων όπου απομονώνεται η συμπεριφορά της κάθε μιάς έναντι των αλλαγών μιας άλλης μεταβλητής, σύμφωνα με το γνωστό Ceteris Paribus.

Σε μια ανθρώπινη κοινωνία τα προβλήματα της πόλης αντιμετωπίζονται όπως τα προβλήματα ενός ανθρώπινου οργανισμού, ξέχωρα αλλά αφού έχουν προσεκτικά μελετηθεί οι συνολικές επιπτώσεις τους.