(Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΚΗΦΙΣΙΑ την 8η Μαϊου 2009)
Η 55η Ανθοκομική έκθεση της Κηφισιάς, είναι ήδη γεγονός απο την περασμένη εβδομάδα και είναι καλύτερη απο ποτέ, όσο τουλάχιστον θυμάμαι στην εμποριοποιημένη εποχή μας.
Διότι υπάρχουν αναμφίβολα και οι παλιές εκθέσεις, εκείνες των παραγωγών που έβαζαν ατελείωτη ενέργεια μόνο και μόνο για να δείξουν τις συνθέσεις τους και αδιαφορώντας αν θα είχαν την ευκαιρία να πωλήσουν τον κόπο τους.
Ήταν οι μέρες που η Κηφισιά δεν είχε πολυκατοικίες διοτι δεν είχε ακόμα ωριμάσει στα μυαλά ορισμένων η σκέψη υπερεκμετάλλευσης της γής.
Ήταν η εποχή των παλιών Κηφισιωτών που μεταπολεμικά μπορεί να μην είχαν πλούτο αλλά είχαν διάθεση και αγάπη για τη φύση.
Ήταν η εποχή που οι πανσέδες προοιώνιζαν την Άνοιξη και τα τριαντάφυλλα το καλοκαίρι στα παρτέρια των ιδιωτικών κήπων.
Τότε οι ντάλιες, οι τζίνιες και τα χρυσάνθεμα, ὀταν δεν μονοκρατούσαν οι εύοσμες τριανταφυλλιές, κατέκλυζαν τους καλοφροντισμένους κήπους που δεν διέθεταν ίχνος απο το ξενόφερτο γκαζόν.
Όμως εκείνη ήταν μια άλλη εποχή που πέρα απο το να ομορφαίνει τις αναμνήσεις μας, δίνει το μέτρο της αλλαγής του περίγυρου και του εαυτού μας.
Η σημερινή 55η ανθοκομική έκθεση στο άλσος της Κηφισιάς είναι ασφαλώς εμπορική αλλά και τι με αυτό;
Γιατί θα πρέπει ο αντιεμπορικός δογματισμός μας να γίνεται επιλεκτικός και να μας αφαιρεί τα συναισθήματα χαράς απο την πανδαισία χρωμάτων και ευωδιάς των λουλουδιών;
Οι καλλιεργητές που κατακλύζουν τους χώρους του άλσους, είναι αξιέπαινοι που καταφέρνουν να προκαλούν πλήθη κόσμου να τους επισκεφθεί για να θαυμάσει αλλά και να προμηθευτεί τα φυτά που θα ομορφύνουν αργότερα τα μπαλκόνια των περισσοτέρων διότι απο κήπους, ελάχιστοι απέμειναν και αυτοί φροντίζονται πλέον απο επαγγελματίες κηπουρούς.
Συχνά αναλογίζομαι αυτή την αλλαγή ως την ποιο σημαντική απο εκείνες που είδε η πρωτεύουσά μας. Όλα σήμερα είναι αποτέλεσμα της εργασίας κάποιου άλλου. Ακόμα και τα άνθη μας τα καλλιεργεί κάποιος άλλος και έτσι χάνουμε την χαρά που νιώθει κανείς όταν τα βλέπει να φυτρώνουν ή να μεγαλώνουν στη γη, στη δική του γη.
Αυτή τη γη που πολλοί απο μας θεωρήσαμε οτι θα γινόταν ποιο αποδοτική αν την σπέρναμε με τσιμέντο... Τα «άνθη» του τσιμέντου βλέπετε μπορεί να μην ευωδιάζουν αλλά υποδέχονται χρόνια τώρα στην αγκαλιά τους όσους άφησαν το σπιτικό τους στην επαρχία για μια καλύτερη τύχη ή έτσι ήλπισαν, στην σκληρή πραγματικότητα της πόλης.
Πήγα ήδη τρείς φορές στη φετινή έκθεση και θα ξαναπάω είτε για να προμηθευτώ κάποια ακόμα απο τα φυτά που μου λείπουν είτε για να παραστώ σε εκδηλώσεις επ’ευκαιρία της γιορτής των λουλουδιών.
Μια απο αυτές, θεωρώ η καλλίτερη, θα γίνει το Σάββατο της 9ης Μαίου με την ευκαιρία ενός διαγωνισμού διηγήματος με θέμα την «εφήμερη ομορφιά των μενεξέδων».
Οι συμμετοχές που προκρίθηκαν τυπώθηκαν ήδη, απο τις εκδόσεις της εφημερίδας ΚΗΦΙΣΙΑ, σε ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι και είναι πραγματικά ξεχωριστές ώστε να συγκινήσουν και τους απαιτητικότερους αναγνώστες.
Κάθε φορά που κάπως βιαστικά περιδιαβαίνω τα «νησιά των χρωμάτων» στην έκθεση, αναλογίζομαι πόσο καλλίτερα θα ήταν αν είχαμε καταφέρει να κρατήσουμε την παλιά μορφή της Κηφισιάς μας.
Ισως κάποιοι ρεαλιστές να που ότι η εξέλιξη δεν θα μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο και τότε αναρωτιέμαι για το ποιόν αυτής της εξέλιξης.
Σε τι άραγε η χώρα μας εξελίχθηκε περισσότερο, ακόμα και απο τους βόρειους γειτόνους της που τουλάχιστον, υπό το πρόσχημα του υπαρκτού σοσιαλισμού, διατήρησαν το ύφος και τον χαρακτήρα των παλιών τους πόλεων και σεβάστηκαν τη φύση;
Μήπως αναπτυχθήκαμε πληθυσμιακά τόσο ώστε να τσιμεντάρουμε τα πάντα για να χωρέσουμε;
Μα η χώρα μας έχει ένα απο τα μεγαλύτερα δημογραφικά προβλήματα στην Ευρώπη με τον γηγενή πληθυσμό της να συρρικνώνεται και το γενικό σύνολο να αυξάνει χάριν της εισόδου εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων απο τις παραευξείνιες (ποντιακές) περιοχές αλλά και των ξένων που με τα χρόνια γίνονται Έλληνες όσο και εμείς, για όσους τέλος πάντων νιώθουμε έτσι.
Μήπως αναπτυχθήκαμε φτιάχνοντας ανταγωνιστικές βιομηχανίες ή στήνοντας άλλες μορφές δραστηριότητας που θελαν τη γη μας για να αποδώσουν;
Όσο και αν ψάχνω, όσο και αν σκέπτομαι, απαντήσεις δεν βρίσκω.
Βασανίζω άδικα το θυμικό μου αλλά τίποτα δεν δικαιολογεί το γιατί επιλέξαμε να τσιμεντώσουμε τη γη μας, τη γη των λουλουδιών μας, τη γη των πατεράδων μας που πλέον παραδίδουμε στα παιδιά μας σε εκδόσεις μεζονέτας με κήπο ευμεγέθους γλάστρας.
Έχοντας ζήσει επι πολλά χρόνια στο εξωτερικό, θυμάμαι τις εκεί πόλεις και τα προάστειά τους. Κάθε φορά που κάτι άλλαζε αυτό που ερχόταν στη θέση του ήταν καλύτερο, ομορφότερο, οικολογικότερο.
Όπου κατεδάφιζαν τα παλιά και ερειπωμένα διαμερίσματα τα νέα ήταν ανθρωπινότερα με δένδρα και φυτά αναμεταξύ τους, ακόμα και σε υπερυψωμένα παρτέρια, ώστε το αίσθημα της φύσης να είναι κυρίαρχο αφού χωρίς αυτό ο άνθρωπος νιώθει την νέκρα των πλανητών στους οποίους ακόμα και η πανδαισία των χρωμάτων απο το διαθλόμενο φως δεν θυμίζει τίποτα απο ζωή.
Εκεί, μόνο με τη φαντασία προδιαγράφει κανείς τις όποιες μορφές ζωής και ακολουθίες πολιτισμών που πιθανόν υπήρξαν αλλά δεν αποφεύγει τον τρόμο απο τις εικόνες της συμπαντικής απομόνωσης.
Όμως εδώ, στη φιλόξενη γη μας, που τα φυτά και τα άνθη είναι κοντά μας ώστε να τα αγγίζουμε, να τα νιώθουμε και να αγαλλιαζόμεθα απο την πανδαισία των χρωμάτων και τις μεθυστικές μυρωδιές τους, προτιμήσαμε να τα ανταλλάξουμε με τσιμέντο, με το άοσμο, γκρίζο τσιμέντο και με μια συνέπεια πυκνής αστικής δόμησης που όσο και αν διαμορφώθηκε για τις ανθρώπινες ανάγκες έγινε ποιό απάνθρωπη και απο τους εφιάλτες μας.
Η έκθεση των λουλουδιών κάθε χρονο με βάζει σε σκέψεις κάνοντάς με να συγκρίνω το όνειρο με την πραγματικότητα και το όνειρό μου, όταν ήμουν ακόμα παιδί, ήταν η πόλη που γεννήθηκα να έμενε όπως ήταν, με τους κήπους της να ευωδιάζουν και μόνο να βελτιώνονται.
Η σκληρή σημερινή πραγματικότητα με φέρνει σε έναν άλλο κόσμο, εκείνον που δεν διστάζει να καταστρέφει και να τσαλαπατά τα φυτά και τα δένδρα διότι έτυχε να εμποδίζουν τη θεα του καταστήματός του.
Κανείς δεν αναρωτήθηκε βέβαια, απο τους νεόκοπους εχθρούς της φύσης, γιατί ακόμα και οι εν δυνάμει πελάτες των εμπορικών καταστημάτων, δεν προτιμούν πλέον τις παραδοσιακές ανοικτές αγορές.
Κανείς τους δεν σκέφτηκε ότι τα δένδρα με τη σκιά και τα άνθη τους ελκύουν τον κόσμο και η χαρά των λουλουδιών μετουσιώνεται σε χαρά του καταναλωτή.
Κανείς τους δεν αναλογίσθηκε οτι στην εποχή μας ο αδυσώπητος καλοκαιρινός ήλιος δεν αφήνει περιθώρια χαράς στην διαδικασία των αγορών και όσοι βλέπουν στα δένδρα εχθρούς σύντομα θα δουν και τους αγοραστές χαμένους.
Ακούγεται ισως περίεργο αλλά ο άνθρωπος είναι μια ολότητα που αν πειραχτεί έστω και ένα απο τα χιλιάδες ή εκατομμύρια στοιχεία της, καταλήγει ανισόρροπος.
Πως να περιμένεις λοιπόν απο εκείνους, που στερούνται την ισορροπία που προσφέρει η φύση, να γίνουν άνθρωποι της χαράς;
Πως να περιμένεις απο αυτούς να δουν με αισιοδοξία το μέλλον;
Η αδιαφορία για ένα πραγματικά καλύτερο αύριο, απο τη νέα γενιά, έχει αναμφίβολα τις ρίζες της στην απομάκρυνση απο τη φύση και στην ανισορροπία που οδηγεί τον άνθρωπο η αστική διαβίωση.
Η αδιαφορία για ένα πραγματικά καλύτερο αύριο ισως βρεί το φάρμακό της στις ευωδιές των λουλουδιών της 55ης ανθοκομικής έκθεσης της Κηφισιάς.
Μπορεί να μην βαστήξαμε πολλά απο την παλιά μας πόλη αλλά σιγά- σιγά ξυπνά μέσα μας ο κόσμος των αναμνήσεων και ένα νέο εγώ παίρνει τη θέση της απάθειας που έφερε η ψευδαίσθηση μιας τάχα καλλίτερης αστικοποιημένης ζωής.
Η γιορτή των λουλουδιών υπόσχεται να μας γιάνει απο τον υπερφίαλο και αδιέξοδο όπως αποδείχτηκε αστισμό μας.
Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...
Η γιορτή των λουλουδιών υπόσχεται να μας γιάνει απο τον υπερφίαλο και αδιέξοδο αστισμό μας.
Αναρτήθηκε από Παναγιώτης Μπαζιωτόπουλος στις Monday, May 18, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment