(Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημεριδα Κηφισιά την 20η Μαρτίου 2009)
Το προηγούμενο άθρο μου είχε τον ίδιο τίτλο και τρέχω να προλάβω όσους νόμισαν οτι ο αγαπητός εκδότης Γιάννης Γρηγοράκος τοποθέτησε απο λάθος το ίδιο κείμενο.
Οχι δεν έκανε κανένα τέτοιο λάθος...
Απλά σκέφτηκα ότι ο παραπάνω τίτλος θα μπορούσε να χρησιμοποιείται κάθε εβδομάδα, για τους επόμενους έξη μήνες, χωρίς να εξαντληθεί η σχετική θεματολογία.
Σε όσους διάβασαν το προηγούμενο κείμενο, η παρομοίωση της πόλης που θέλουμε βασίστηκε σε ένα πίνακα με όμορφα και λαμπερά χρώματα.
Ποιός δεν θάθελε να έχει ένα πίνακα με ωραία χρώματα στο σαλόνι του;
Έτσι και σε μια πόλη, ποιός δεν θα προτιμούσε τα χρώματα που φέρνουν οι αντιθέσεις και οι πολεοδομικές διαμορφώσεις ώστε το πράσινο και οι κτιριακές υποδομές να δένουν όμορφα χαροποιώντας τους κατοίκους της;
Απο την άλλη, ποιός δεν χάνει καθημερινά το κέφι του όταν βλέπει την γκρίζα μονοτονία συνδυασμένη με την έλλειψη σχεδίων και μορφών που θα έκαναν τους εικαστικούς να συζητούν επί ώρες. Βέβαια, για ένα καλλιτέχνη, ακόμα και η μονοτονία του γκρίζου δεν είναι απορριπτέα, αρκεί να έχει φόρμα, αρκεί να έχει έκφραση μέσα απο τη φόρμα, αρκεί να σε κάνει να σκεφτείς και να ονειροπολήσεις, να ξεφύγεις απο την καθημερινότητα και να ταξιδέψεις μακριά απο τις σκοτούρες και τα προβλήματα της πιεστικής αστικής ζωής.
Όμως ούτε φόρμα, ούτε έκφραση ούτε καν πολεοδομική διάρθρωση (εκτός του κεντρικού πυρήνα σχεδιασμένου για λιγότερους των 100.000 χιλιάδων κατοίκων) διαθέτει η Αθήνα και ακόμα περισσότερο το μεγαλειώδες οικιστικό μπάχαλο του αττικολεκανοπεδίου που κτίσθηκε άναρχα και μικροεργολαβικά με τους μπετατζήδες να κλείνουν νύχτα τις συμφωνίες των παράνομων καλουπωμάτων;
Πολλοί θα πουν ότι δεν είναι έτσι. Οτι υπερβάλω, ότι τα βάζω όλα στο ίδιο σακί και τα μηδενίζω, οτι στην Αθήνα μας έχουμε και κάποια αξιόλογα κτίρια, κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις στην άρρωστη μονοτονία της κακοχρησίας του μπετού...
Δεν θα αντιταχθώ σε μια τέτοια επίθεση, αλλά θα ρωτήσω πως εξηγείται, σε μια πόλη που θέλουμε να έχει πολιτιστικό ενδιαφέρον, το ότι καταστρέψαμε πολλά, μα πάρα πολλά απο τα εξέχοντα κτίριά της ενώ άλλα τα αφήσαμε μέχρι τις μέρες μας να καταρρέουν ακόμα και στις ποιο κεντρικές γωνιές, πράγμα πρωτάκουστο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ενώ φωνάζουμε και κατεβαίνουμε με μαύρες σημαίες για το κάθε παράπηγμα όπως τα εναπομείναντα στο κτήμα Θων, αυτά δηλαδή για τα οποία έγινε τόση φασαρία ώστε να διαμορφωθεί εκεί ένα νεο πάρκο... Τελικά το θέμα δεν ήταν το πάρκο αλλά το ύψος των αποζημιώσεων απο τον γνωστό μεγαλοκατασκευαστή Βωβό με τον οποίο θεωρείται οτι όποιος κάνει πόλεμο αποκτά αυτόματα και το φωτοστέφανο του περιβαλλοντικά ευαίσθητου πολίτη.
Και βέβαια το κτήμα Θων είναι απλά μια απο τις ποιο προκλητικές περιπτώσεις που ο χρόνος συνέργησε στο να βγουν στην επιφάνεια οι πραγματικοί λόγοι της αντιδικίας, αμαυρώνοντας τον ρομαντισμό εκείνων που πίστεψαν οτι με αγώνες μπορούν να επιβάλουν την λογική μιας σύγχρονης και ευαίσθητης περιβαλλοντικά πόλης.
Είναι λοιπόν η ατομικότητα ή κατ’ άλλους η ψευτοατομικότητα, μιάς και ο πολίτης αστός υφίσταται και ακολουθεί απο ανάγκη τις τάσεις της μαζικότητας και της μίμησης, που διαμορφώνουν την συμπεριφορά του και προσδιορίζουν το τελικό αποτἐλεσμα ενάντια σε εκείνο που θεωρητικά νοείται ως γενικό καλό.
Σε μια σύγχρονη πόλη όμως, η ατομικότητα έρχεται σε σύγκρουση και με μία άλλη κατάσταση, αυτή της πολιτισμικότητας. Η Αθήνα πλέον, ειδικά ότι ορίζεται απο τα όρια του Δήμου, παρουσιάζει τέτοια διαφοροποίηση εθνικοτήτων ώστε να διαμορφώνει εξ ορισμού μία κατ’εξοχή πολυπολιτισμική αστική κοινωνία.
Το γεγονός αυτό, αντί να διαμορφώνει νέους ορίζοντες πολιτισμικής αναβάθμισης χάριν του συγκερασμού διαφορετικών εμπειριών και τάσεων, λειτουργεί ως εστία προβλημάτων. Αντι μιας κοινωνίας που να σέβεται τον πολιτισμό της διαφοράς έχουμε αιτίες εκρήξεων και αδιεξόδων σε μία αλληλοδιαδοχή σχέσεων ανοχής / υπεροχής.
Στην Αθήνα του σήμερα, ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας του πληθυσμού της δεν έχει ακόμα καταφέρει να λειτουργήσει θετικά λόγω της σημαντικής διαφοράς στην οικονομική διαστρωμάτωση μεταξύ των ελλήνων κατοίκων που ακόμα και όταν αποχωρούν διατηρούν το ιδιοκτησιακό καθεστώς ως έχει, απαγορεύοντας στους νέους ενοίκους την δυνατότητα να δράσουν αυτόβουλα και δημιουργικά.
Στην Αθήνα του σήμερα συζητάμε ακόμα για τα βασικότερα των πραγμάτων όπως το που θα εγκαθίστανται οι χιλιάδες των αστέγων που καταλήγουν εδώ απο τις φτωχές χώρες της Ασίας. Πως όμως είναι δυνατόν, όταν ο δήμος της Αθήνας εξαντλεί τις δυνατότητες της κοινωνικής του μέριμνας στις μερίδες φαγητού που μοιράζει στους άστεγους, να μιλάμε για πολιτιστικό εμπλουτισμό και αναβάθμιση της πόλης χάρη στην διαφορετικότητα των κατοίκων της;
Καμία πόλης δεν μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες μόνιμης διαβίωσης εάν η κάθε μικροκοινωνία που ορίζεται απο την εθνική και την θρησκευτική ομοιογένειά των μελών της δεν βρίσκει την γωνιά της, το «απάνεμο» μέρος εγκατάστασής της που θα ορίζουν οι δικοί της όροι λειτουργίας, η δικιά της αγορά και οι δικές της υπηρεσίες...
Στις ΗΠΑ, ως Ελληνες συχνά αναφερόμαστε στην περιοχή της Αστόρια, ισχυριζόμενοι οτι σφύζει απο ζωή χάριν των Ελλήνων ομογενών που πρακτικά έχουν ιδιοποιήσει κάθε κατάστημα και κάθε εστία έκφρασης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Εκεί είναι τα ελληνικά εστιατόρια, εκεί έχουν γραφεία οι Ελληνες δικηγόροι και εκεί ζει και αναπνέει κάθε εμπορική δραστηριότητα των ομογενών μας.
Που είναι αυτή η δραστηριότητα των ξένων στην Αθήνα, μια πόλη που οι συσχέτιση ημεδαπών /αλλοδαπών κλίνει περισσότερο υπερ των αλλοδαπών απο ότι στην Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο;
Πως θα διαμορφώσουμε συνθήκες πρόληψης από μελλοντικούς βανδαλισμούς και βιαιοπραγίες, εντός του αστικού κέντρου της Αθήνας, που σήμερα μεν μπορεί να περιορίζονται στην κοινωνία των ημεδαπών Ελλήνων, αλλά αύριο είναι εξαιρετικά πιθανό να εμπλουτιστούν με κάθε λογής και έκφρασης συνοδοιπόρους, στα πλαίσια μιας ευρύτερης κοινωνικής αλληλεγγύης.
Στην Γαλλία, ο πρόεδρος Σαρκοζί δεν περίμενε τις όποιες κοινωνικές ομάδες και αριστερές παρατάξεις που υποτίθεται ότι είναι αλληλέγγυες στο πόνο των λιγότερο ευνοημένων, αλλά έδωσε εντολή σε πλειάδα αρχιτεκτόνων να μελετήσουν και να διαμορφώσουν ένα περίγραμμα προτάσεων για την συνολική αναδόμηση της πόλης του Παρισιού.
Πρόκειται για ένα γιγάντιο πρόγραμμα που θα διαμορφώσει διασυνδεδεμένες πολυπολιτισμικές εστίες ώστε οι ξένοι να μην έχουν ούτε στιγμή την αίσθηση της απομόνωσης διότι το δικό τους κέντρο και η δική τους περιοχή αποκλείονται απο τα τεκταινόμενα στην υπόλοιπη πόλη.
Οι νέες δομές θα συνδέονται με νέες λεωφόρους ή μέσα επικοινωνίας ώστε η δομή της πόλης θα διασπασθεί σε 20 ολοκληρωμένες πόλεις αντι των 20 σημερινών διαμερισμάτων, με την κάθε μία να παρέχει ποιότητα ζωής και έκφρασης ανεξάρτητα απο τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και την μίξη εθνικοτήτων των κατοίκων της.
Ούτε σε αυτά μένει ο πρόεδρος Σαρκοζί αλλά εγκαινιάζει και το νεο Παρίσι, μια υπερσύγχρονη πόλη μέσα στην πόλη, που εκμεταλλευόμενη τον υδάτινο πλούτο του Σηκουάνα και την εις ύψος δόμηση των κτιρίων της, θα προφέρει τεράστιους χώρους πρασίνου και αναψυχής στους κατοίκους της περιοχής του Ιλ-ντε-λα-Σιτέ.
Πολλοί θα ισχυριστούν ότι τέτοιου επιπέδου σχέδια είναι εκτός των δυνατοτήτων της Ελληνικής κοινωνίας. Αγνοούν όμως οτι αυτές ακριβώς οι δραστηριότητες διαμορφώνουν ένα νεο κλίμα αισιοδοξίας που εν συνεχεία αναζωογονεί την πόλη ενώ προσφέρει λύσεις σε πολιτικά, διοικητικά, οικιστικά, κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα που συσσώρευαν οι διαφορές δυναμικού μεταξύ των διαμερισμάτων της που αναπτύχθηκαν και δέχθηκαν ουσιαστική εποικιστική αλλοίωση χωρίς προγραμματισμό ένταξης και συνεργασίας των νέων κατοίκων της.
Όσο και αν προσπαθούμε «αλλά Ελληνικά» να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των βανδαλισμών και των βιαιοπραγιών του σήμερα, αύριο η αναποτελεσματικότητα των μεθόδων μας θα είναι ακόμα ποιο εμφανής.
Εαν σήμερα η εκτόνωση των συναισθημάτων σε βιαιοπραγίες είναι αποτέλεσμα μη ικανοποίησης κάποιων απαιτήσεων μιας φράξιας της νεολαίας, αύριο θα πρόκειται για ορμητικό χείμαρρο που θα ενισχύει η αγανάκτηση ενός μαζικού πληθυσμού χωρίς αστική ταυτότητα και οντότητα...
Θα πρόκειται για ένα χείμαρρο φωτιάς που καμία δύναμη καταστολής δεν θα έχει την δυνατότητα να ελέγξει αφού δεν θα υπάρχει πουθενά ο τόπος που θα κατευνάσει τα άγχη τους και θα τους επιτρέψει να διαμορφώσουν συνθήκες μόνιμης διαβίωσης και ελεύθερου κοινωνικού συγκερασμού.
Η ιστορία του Ελληνικού Χρέους...
Ποιά πόλη θέλουμε;
Αναρτήθηκε από Παναγιώτης Μπαζιωτόπουλος στις Thursday, March 26, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment