(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Κηφισιά την 22α Οκτωβρίου 2010)
Αυτή την Παρασκευή τα σενάρια για ένα προεκλογικό κείμενο ήταν πολλά αλλά με κέρδισε ο Παπαδιαμάντης.
Ο εθνικός μας διηγηματογράφος, στο διήγημα του «Οι Χαλασοχώρηδες» δίνει στο χαρακτηριστικό γλωσσικό του ιδίωμα (παρά τις παρεμβάσεις όπως η μετατροπή του σε μονοτονικό) τροφή στην σκέψη όσων αναζητούν την ψήφο των εκλογέων. Το διήγημα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη το 1892.
Το απόσπασμα που ακολουθεί αποτελεί μέρος ενός διαλόγου μεταξύ ενός ξένου στον τόπο των Χαλασοχώρηδων και του ντόπιου Λέανδρου Παπαδημούλη. Οι τονισμοί και οι επισημάνσεις είναι του γράφοντος.
«… Τώρα, δεν τους βλέπεις και τα δύο κόμματα δια ποίων μέσων προσπαθούν να κερδίσουν την εκλογήν;
Δεν βλέπεις τα δύο πρακτορεία των ανοικτά, φανερώς ενεργούντα, δεν ακούεις κρυφομιλήματα όπισθεν πάσης θύρας και πάσης γωνίας της οδού, δεν βλέπεις τα τρεξίματα και τους ιδρώτας των οργάνων των, δεν ακούεις τον κρότον των χαλκίνων κερμάτων όπισθεν των λογιστηρίων;
Δεν βλέπεις απλοϊκούς εκλογείς να βαδίζουν και να κοντοστέκονται, να εξάγουν την χείρα από την τσέπην και να μετρούν δεκάρες;
Και ο λαλών έδειξεν εις τον ακροατήν του γέροντα χωρικόν, όστις, εξελθών του πρακτορείου των Χαλασοχώρηδων, είχε σταθεί ενώπιόν των κρατών φυσέκιον τεσσάρων δραχμών, το οποίον έσχισε κι εμέτρα, διά να ίδει αν ήσαν σωστές οι δεκάρες. Εφαίνετο οινοβαρής και ηκούετο ο μονόλογος και οι ψιθυρισμοί του:
«Τέσσαρες δραχμές βάσταξ’ η ψυχή του;… τέσσαρες, όχι παραπάνω… έχουμε και λέμε, μία, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε, εξ, εφτά, οχτώ, εννιά… μία δραχμή…
Έχουμε και λέμε…»
Κι επειδή ευκόλως έχανε τον λογαριασμόν, ήρχιζεν εξ αρχής πάλιν.
Τους βλέπεις ή όχι; επανέλαβεν ο λαλών.
Τους βλέπω, απήντησεν ο ομολητής του.
Λοιπόν, αύριον, να έχεις όρεξιν ν’ ακούεις τα παράπονα των ηττημένων. Όσοι θα είναι εν αποτυχία θα χαλάσουν τον κόσμον με τις φωνές, θα κατηγορούν τους νικητάς επί χρήσει αισχρών μέσων, θα υποβάλουν φοβεράς ενστάσεις, θα προσβάλουν το κύρος της εκλογής, λόγω ότι το αποτέλεσμα επετεύχθη διά δωροδοκίας. Ούτε θα τους τύπτει η συνείδησις επί τω ότι και αυτοί μετήλθον το αυτό μέσον. «Ουδέ φοβούνται τον Θεόν, ότι εν αυτώ κρίματί εισι».
Δι’ αυτό λοιπόν συ δεν πηγαίνεις να ψηφοφορήσεις; ηρώτησεν ο άλλος.
Ο ούτως ερωτήσας ήτο ξένος, παρεπιδημών προς καιρόν εν τη νήσω. Ο δε εξ αρχής ομιλών εκαλείτο Λέανδρος Παπαδημούλης και κατήγετο εκ του τόπου.
Είχε κατέλθει μετά πολλά έτη νοσταλγός εξ Αθηνών, όπου συνήθως διέτριβεν, ασχολούμενος εις έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος.
Ήτο υψηλός, υπερτριακοντούτης, με μαύρην κόμην και γένειον, μελαψός, με αδρούς χαρακτήρας, πενιχρός την αναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων αλλοκότους ιδέας. Περί το δειλινόν, ο ξένος φίλος του, περίεργος ως πας άνθρωπος, τον είχε παρακαλέσει και μετέβησαν ομού αντικρύ του σχολείου, όπου σταθέντες παρά τινα γωνίαν εθεώντο την εκλογικήν κίνησιν.
Όχι δι’ αυτό, ανένευσεν εντόνως ο Λέανδρος Παπαδημούλης. Αι ατομικαί ιδέαι μου, φίλε, δεν φαίνονται να έχωσι τίποτε το πρακτικόν και διά τούτο δεν αγαπώ να τας εκθέτω. Σέβομαι άλλως τους νόμους και το πολίτευμα της πατρίδος μου και δεν θέλω να ομολογήσω ότι είμαι απολυταρχικός και ότι δεν πρεσβεύω την καθολικήν ψηφοφορίαν. Αλλά και αν σου έλεγα τοιούτο τι, θα εχρειάζετο να σου αναπτύξω διά μακρών το θέμα, να δαπανήσω μάτην πολλάς λέξεις, να σου κλέψω τον πολύτιμον καιρόν σου, χωρίς ελπίδα όχι να πεισθείς αλλ’ ουδέ να μ’ εννοήσεις και μου αποδώσεις εν μέρει δίκαιον τουλάχιστον. Απλώς σου λέγω ότι παραιτούμαι δικαιώματος το οποίον δεν με ωφελεί, ουτ’ εμέ ούτε τους άλλους.
Όσον αφορά την δωροδοκίαν, μη πιστεύεις ότι την βλελύττομαι τόσον, όσον φαίνομαι. Είναι άλλαι πολύ χειρότεραι εκλογικαί διαφθοραί. Το κατ’ εμέ, φρονώ ότι η δωροδοκία είναι το μικρότερον κακόν.
Το μικρότερον κακόν; επανέλαβεν ο ξένος.
Ναι· φρονώ, είπεν, ότι η δωροδοκία είναι το μικρότερον κακόν. Μην ακούεις μερικούς φαρισαίους, οίτινες σχίζουν διά κάθε τι τα ιμάτιά των, μήτε μερικούς άλλους ψιττακούς ηθικολόγους των εφημερίδων, οίτινες ρηγνύουν υπερβολικάς φωνάς με τόσην αφέλειαν και αγαθοπιστίαν δι’ όλα τα πράγματα.
Οι πρώτοι ομοιάζουσι τους ηττημένους της αύριον, οίτινες θα ζητήσουν την ακύρωσιν της παρούσης εκλογής ως διεξαχθείσης τη βοηθεία της δωροδοκίας.
Οι δεύτεροι ουδόλως ενεβάθυναν εις τα πράγματα και δεν αντελήφθησαν την έννοιαν, ήτις είναι παντός ζητήματος ο πυρήν.
Πετώντες από γενικότητος εις γενικότητα περιέδρεψαν συλλογήν τινα ηθικών αξιωμάτων, την οποίαν νομίζουσιν αλάνθαστον πανάκειαν προς θεραπείαν πάσης πολιτικής και κοινωνικής νόσου. Όπου γενικότης, εκεί και επιπολαιότης...
Η ηθική δεν είναι επάγγελμα και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθει, πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος.
(Οι δυο συζητηταί συνεχίζουν τον διάλογο για την υποκρισία των ηθικολογούντων χάριν της ψηφοθηρίας. Ο Λέανδρος Παπαδημούλης τα βάζει με την ουσία της ανηθικότητας που εκφράζεται από την πλουτοκρατία...)
Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αύτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς.
Και ύστερον λέγεις ότι η δωροδοκία εις τας εκλογάς είναι μικρόν κακόν; παρετήρησεν ο ξένος.
Ναι, διότι κινδυνεύω να πάθω το αυτό πάθημα, εφ’ ω κατέκρινα τους ευθηνούς ηθικολόγους των ημερών μας, απήντησεν ο Λέανδρος Παπαδημούλης. Να πέσω δηλαδή εις το εσπαρμένον σκοπέλους πέλαγος των γενικοτήτων. Αλλ’ ιδού επανέρχομαι εις το προκείμενον.
Ο λόγος, δι’ όν θεωρώ την δωροδοκίαν ως το μικρότερον κακόν είναι ότι ως είδος εκλογικής διαφθοράς την υπάγω εις το γένος της συναλλαγής.
Συναλλαγή είναι η εν πρυτανείω σίτησις, αι εκ του δημοσίου ταμείου παροχαί, τα ρουσφέτια.
Συναλλαγή είναι και η εις παρανόμους δίκας προστασία.
Συναλλαγή είναι και η προς παραγραφήν οφειλομένων φόρων συνδρομή και η παράνομος εξαίρεσις κληρωτών.
Συναλλαγή είναι και η δωροδοκία.
Τώρα, ποίος προστάτης, ποίος πολιτευόμενος, ποίος βουλευτής είναι ιπποτικώτερος;
Εκείνος όστις εκ του ιδίου ταμείου αγοράζει τας ψήφους των εκλογέων ή εκείνος όστις τας αγοράζει εκ του δημοσίου θησαυρού;
Εκείνος όστις πληρώνει εκ του θυλακίου του ή εκείνος όστις πληρώνει εκ των χρημάτων του έθνους, χρημάτων ξένων, τα οποία εις την Ελλάδα μάλιστα εσυνηθίσαμεν όλοι να θεωρούμεν έρμα και σκοτεινά; Ποίος είναι πλέον γαλαντόμος;
Βεβαίως, εκείνος που πληρώνει από την τσέπην του, απήντησεν αδιστάκτως ο ξένος.
Βλέπεις; Ιδού διατί μισώ τας γενικότητας και επιθυμώ να ειδικεύω.
Ομιλώ σχετικώς όχι απολύτως. Δεν λέγω ότι η δωροδοκία είναι καλόν τι, λέγω ότι είναι το ολιγώτερον κακόν. Και σημείωσε ότι ουδείς ποτε εκλέγεται βουλευτής διά της δωροδοκίας. Ο απάνθρωπος τοκογλύφος, όσας και αν αγοράσει ψήφους, ποτέ δεν θα εκλεχθεί. Πριν κατέλθει εις τον αγώνα, θα υποδυθεί την φιλανθρωπίαν ως προσωπείον, θα φορέσει την δημοτικότητα ως κόθορνον. Θα φροντίσει ν’ αποδώσει μέρος των όσων ήρπασεν εις τους εκλογείς. Και μεταξύ των δύο αντιπάλων, μετερχομένων την αυτήν διαφθοράν, θα επιτύχει εκείνος, όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κι επιδεξιώτερον τον κόθορνον.
Ας εξετάσωμεν τώρα, εξηκολούθησεν ο Λέανδρος Παπαδημούλης, πόθεν και πώς, αφού η πλουτοκρατία είναι δεδομένον τι και αναπόδραστον κακόν, ας εξετάσωμεν πώς εγεννήθη, πώς γεννάται φυσικώς η δωροδοκία.
Υπόθεσε, φίλε, ότι σ’ εκυρίευσε και σε έξαφνα η φιλοδοξία του Γιαννάκου του Χαρτουλάριου, ότι επεθύμησες να γίνεις βουλευτής διά να υπηρετήσεις το έθνος.
Διά να επιθυμήσεις τούτο, σημείωσε, πρέπει να είσαι χορτάτος. Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία είναι των πεινασμένων το νόσημα.
Εξέρχεσαι εις την αγοράν, βγάζεις λόγον και παρακαλείς τους προσφιλείς συμπολίτας να σε τιμήσωσι διά της ψήφου των. Αλλ’ είσαι άραγε εις θέσιν να ηξεύρεις πόσοι εκ των προσφιλών συμπολιτών σου είναι χορτάτοι και πόσοι δεν είναι;
Μην αμφιβάλλεις ότι οι πλείστοι είναι πεινασμένοι, διότι αν δεν ήσαν, όλοι θα έβγαζαν κάλπας διά να γίνουν βουλευταί. Αλλά μεταξύ των ακροατών σου, μεταξύ των προσφιλών σου συμπολιτών, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον μάλιστα ότι ευρίσκονται τινές, εις, δύο, τρεις, πέντε, δέκα, κατά γράμμα πεινασμένοι. Τώρα, την ημέραν της εκλογής, πώς απαιτείς να υπάγει άνθρωπος πεινασμένος, άνθρωπος όστις θα ψαύει την κοιλίαν του ως έγχορδον όργανον, άνθρωπος όστις δεν θα έχει την δύναμιν να ίσταται και να βαδίζει, πώς απαιτείς τοιούτος άνθρωπος να υπάγει να ψηφοφορήσει εις την κάλπην σου και να σου δώσει μάλιστα λευκήν ψήφον; Φυσικόν είναι, αφού θα λάβει τον κόπον προς χάριν σου, να του δώσεις τουλάχιστον να φάγει δι’ εκείνην την ημέραν.
Εάν δεν του δώσεις χρήματα, θα του προσφέρεις γεύμα. Και τούτο δωροδοκία δεν είναι; Ή θα του στείλεις κατ’ οίκον βακαλιάρον και σαρδέλλες και οίνον. Δωροδοκία και τούτο. Εάν δεν σπεύσεις εγκαίρως συ, θα σε προλάβει ο αντίπαλός σου, όστις θα φορεί τον κόθορνον της φιλανθρωπίας αμφιδεξιώτερον.
Ιδού πόθεν εγεννήθη η δωροδοκία. Πώς θέλεις να ενδιαφέρεται ο αγρότης, ο βοσκός, ο πορθμεύς, ο ναύτης, ο εργάτης, ο αχθοφόρος, πώς θέλεις να ενδιαφέρονται διά τον Καψιμαΐδην και τον Γεροντιάδην αν θα γίνωσι βουλευταί ή όχι;
Εκείνοι είναι χορτάτοι και τρέφουσιν όνειρα, φιλοδοξίας, ούτοι πεινώσι και θέλουν να φάγωσι. Δεν έχουσιν οι πτωχοί μεγάλας αξιώσεις. Δεν περιμένουν διορισμούς και παχέα ρουσφέτια από την Κυβέρνησιν. Αλλ’ αφού θητεύουσιν επιπόνως και δεν επαρκούν να τραφώσιν εκ του ιδρώτος των, αφού οι λεγόμενοι αντιπρόσωποί των δεν παύουν να ψηφίζωσιν ελαφρά τη καρδία φόρους και φόρους και πάλιν φόρους, ας τους θρέψωσιν επί μίαν ημέραν εκ του βαλαντίου των.
Ανέκαθεν τα αξιώματα ήσαν αγοραστά. Και αφού η επάρατος πλουτοκρατία είναι άφευκτον κακόν, κατά ποίον άλλον τρόπον θ’ αποκτώνται τ’ αξιώματα; Πράγμα το οποίον έχασε προ πολλού πάσαν ηθικήν αξίαν, μόνον διά χρημάτων είναι κτητόν. Και ούτως επόμενον ήτο να καταντήσουν τα πράγματα. «Ουδέν κακόν άμικτον καλού».
Ευτύχημα μάλιστα νομίζω ότι δεν ανεφάνη επιφανής τις πολιτευτής εις τα μέρη ταύτα.
Πώς είπες; ηρώτησεν απορήσας ο ξένος.
Λέγω ότι λογίζομαι ως ευτύχημα το ότι δεν ανεφάνη τις εκ των λεγομένων επιφανών πολιτευτών εις τας νήσους ταύτας.
Ενθυμούμαι τι συνέβη προ πολλών ετών, όταν είχε γίνει τις υπουργός, βουλευτής γείτονος επαρχίας. Οι κουρείς έκλεισαν τα κουρεία των, οι καφεπώλαι τα καφενεία των,
οι υποδηματοποιοί επώλησαν τα καλαπόδια των. Δεν υπήρξε βοσκός, όστις να μη διωρίσθη τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης, όστις να μη προχειρισθεί εις υγειονομοσταθμάρχην.
Τότε είδομεν πρώτην φοράν κι εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελλάν. Ο εκ της γείτονος επαρχίας υπουργός μας τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργον υπαλλήλου.
Ο Θεός μάς ελυπήθη και δεν παρεχώρησε να γεννηθεί επιφανής τις εδώ, εσκλήρυνε δε την καρδίαν μας και δεν εδέχθημεν εισβολήν ξένου υποψηφίου. Ιλιγγιώ να φαντασθώ τι θα εγίνετο. Όλοι οι πορθμείς θα εγκατέλειπον τας λέμβους των, οι κυβερνήται θα έρρπτον έξω τα πλοία των, οι ναυπηγοί θα επετούσαν τα εργαλεία των και θα εζήτουν δημοσίας θέσεις. Διότι μη νομίσεις ότι η θεσιθηρία γεννάται μόνη της. Τα δύο κακά αλληλεπιδρώσιν. Η ακαθαρσία παράγει φθείρα και ο φθειρ παράγει την ακαθαρσίαν.
Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν.
Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν.
Ευτυχώς δεν υπήρξεν ενταύθα έδαφος κατάλληλον, διά να γεννηθεί το θρέμμα το καλούμενον επιφανής και ούτως απηλλάγημεν της τοιαύτης αθλιότητος μέχρι της ώρας.
Η δωροδοκία δε την οποίαν βλέπεις τόσον γενικευμένην ως εκλογικόν όπλον, είναι κατ’ εμέ το μικρότερον κακόν. Όστις όμως δυσφορεί επί ταύτη ας μη μετέχει του εκλογικού αγώνος, μήτε ως εκλογεύς μήτε ως εκλέξιμος. «Κυάμων απέχεσθε…»
Ο γράφων συμμετέχει στις επικείμενες δημοτικές εκλογές με την «Πρωτοβουλία Πολιτών» της Χριστίνας Κοσμά διότι θεωρεί ότι κάτι πρέπει να αλλάξει σε αυτόν τον τόπο. Διότι πιστεύει ότι απαιτείται εκσυγχρονισμός και διαφάνεια και αυτά είναι τα δυνατά σημεία της Πρωτοβουλίας Πολιτών.